«Το θέμα είναι να σμίξει η τέχνη με τη ζωή, όπως ο Λόγος με τη σάρκα» | Συνέντευξη του Κυριάκου Μαργαρίτη στην Εφημερίδα «Αλήθεια» της Κύπρου

Συνεντεύξεις Απρίλιος 1, 2022

Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Κυριάκος Μαργαρίτης στον Ανδρέα Κούνιο για την Εφημερίδα Αλήθεια της Κύπρου, με αφορμή το βιβλίο του Εννέα.

Κυριάκος Μαργαρίτης

Θα μπορούσα να αραδιάσω εδώ πέρα όλα τα βιβλία του Κυριάκου Μαργαρίτη, να αναφερθώ σε βραβεύσεις και σε διακρίσεις, αλλά θα το αποφύγω. Άλλωστε, μπορείτε να μάθετε τα πάντα γύρω από τη λογοτεχνική του διαδρομή, γύρω από τις σπουδές τους, γύρω από τα ευρύτερα ενδιαφέροντά του με μια περιήγηση, ή περιδιάβαση, στο αχανές σύμπαν του Διαδικτύου. Θα σταθώ, λοιπόν, με την άδειά σας, πρωτίστως, στο λαμπερό μυαλό και στην ψυχική γενναιοδωρία ενός νέου ανθρώπου του οποίου η δημιουργία αποτελεί λόγο ύπαρξης. Ανήκω στους αναγνώστες του Κυριάκου Μαργαρίτη και τρέφω απεριόριστο θαυμασμό για την πεζογραφική του οξυδέρκεια, για τον λαγαρό του λόγο, για τον θησαυρό των γνώσεων που φυλάει σε δρύινα σεντούκια, για τη συναισθηματική του πανοπλία που δεν επιτρέπει τη διείσδυση σε εφήμερα και ασήμαντα, παρά μόνο σε ό,τι θα κατακτήσει, αργά ή γρήγορα, το τρόπαιο της αιωνιότητας. Εδώ, λοιπόν, σε μια συνέντευξη κυκλωμένη (αλλά, ευτυχώς, όχι περικυκλωμένη) από διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα και ενισχυμένη, νοερά, με πνευματικές φυσιογνωμίες που άλλαξαν, ή προσπάθησαν να αλλάξουν, τον ρουν της Ιστορίας, ο Κυριάκος Μαργαρίτης, με τρυφερότητα και λυρισμό, μας ξεναγεί, ταπεινά, στο λογοτεχνικό, αλλά και στο προσωπικό του, στερέωμα. “Η λογοτεχνία είναι η απόδειξη πως η ζωή δεν είναι αρκετή”, έχει πει ο Φερνάντο Πεσσόα και τείνω να συμφωνήσω εντελώς μαζί του. Αφορμή, πάντως, για το ταξίδι που ακολουθεί στάθηκε το τελευταίο του μυθιστόρημα “Εννέα” (εκδόσεις Ίκαρος) το οποίο προτείνω να διαβάσετε οπωσδήποτε. Πρόκειται για συγγραφικό και αισθητικό κομψοτέχνημα.

Για ποιο λόγο άρχισες να γράφεις;

Θα έλεγα από αγάπη για τις ιστορίες, όσες άκουγα στην αυλή της γιαγιάς μου, όσες διάβαζα σε βιβλία και κόμικς, όσες έβλεπα στις ταινίες κτλ. Ξεκίνησα πολύ νωρίς, από παιδάκι, σε εκείνη την ευλογημένη εποχή και κατάσταση, όταν ο άνθρωπος δεν αναζητά συγκεκριμένους λόγους για να κάνει κάτι. Απλώς το κάνει επειδή το αγαπά.

Για τον ίδιο λόγο γράφεις και σήμερα;

Υπό μίαν έννοια, ναι. Ακριβέστερα, γράφω για να επανέλθω στην ως άνω συνθήκη, στην ευλογία της παιδικής ηλικίας, αλλά μετά λόγου γνώσεως. Ας πούμε ότι θέλω να κατακτήσω συνειδητά αυτό που κάποτε αισθάνθηκα ότι μου δόθηκε δωρεάν. Σαν να διεκδικώ ένα δώρο.

Ούτως ή άλλως, γράφοντας προσπαθείς να ερμηνεύσεις τον κόσμο ή τον κόσμο σου;

Δεν ξέρω αν πρόκειται για ερμηνεία. Αυτό που με απασχολεί είναι μάλλον να έχω έναν κόσμο. Ένα νόημα. 

Μια και το έφερε η κουβέντα, πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς τη λογοτεχνία;

Θα ήταν απέραντα μάταιος, αλλά μήπως και τώρα δεν είναι; Θέλω να πω, δεν αρκεί η λογοτεχνία, όχι αν περιορίζεται σε αισθητική ενασχόληση. Το θέμα είναι να σμίξει η τέχνη με τη ζωή, όπως ο Λόγος με τη σάρκα. Ειδάλλως φοβάμαι ότι ματαιοπονούμε.

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασες;

Μια διασκευή του Ρομπέν των Δασών. Δυστυχώς έχει χαθεί, αλλά θυμάμαι ακόμη ολόκληρα αποσπάσματα. Τη διάβαζα συνέχεια.

Το τελευταίο;

Οι Προσευχές στη λίμνη του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Και σήμερα το πρωί έπιασα το Μύθοι και ζωολόγιο του Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Κυριάκος Μαργαρίτης

Εάν είχες τη δυνατότητα να προσθέσεις, στην παρέα μας, ώστε να γίνει περισσότερο ενδιαφέρουσα, πέντε πρόσωπα των τεχνών που δεν βρίσκονται εν ζωή, ποια θα ήταν αυτά;

Κανονικά θα έπρεπε να αναφέρω πέντε πρόσωπα για κάθε μια από τις εννιά τέχνες, το σύνολο σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση. Τι να πρωτοπώ; Ας είναι: προσκαλώ έναν για κάθε μια από τις πέντε πιο αγαπημένες μου τέχνες: Μπαχ, Βαν Γκογκ, Ν.Γ. Πεντζίκη, Ταρκόφσκι, και τον κομίστα Παπιάνθρωπο Καρλ Μπαρκς.

Κι αν μπορούσες να προσθέσεις και πέντε πρόσωπα που βρίσκονται εν ζωή;

Με την ίδια τακτική (μουσική, ζωγραφική, λογοτεχνία, σινεμά, κόμικς), και αυτή τη φορά μόνον εξ Ελλάδος, καλώ τους Λεωνίδα Καβάκο, Χρήστο Μποκόρο, Γαβριήλ Πεντζίκη, Φίλιππο Κουτσαφτή καιΑλέκο Παπαδάτο. Μα είναι κι άλλοι– ευτυχώς!

Φαντάζομαι ότι έχεις αγαπημένους λογοτεχνικούς ήρωες. Ή μήπως όχι;

Φυσικά και έχω, και είναι επίσης πολλοί, αλλά θα περιοριστώ ξανά στον αριθμό πέντε: ο δον Κιχώτης, ο ντ’ Αρτανιάν, ο Αλιόσα Καραμάζοβ, ο Φίλιπ Μάρλοου, ο Γιάννης του Λέκα.

Γενικώς, πότε λες για κάποιον ότι είναι ήρωας;

Όταν ξεπερνά τον στενό ατομικό εαυτό, τη δυσχωρία του. Όταν γίνεται κόσμος.

Τούτου δοθέντος, ποιος ήταν και ποιος είναι ο ήρωάς της ζωής σου;

Είναι αμέτρητοι, και τους συμπυκνώνει όλους (ας με συγχωρήσει που το αναφέρω) ο Άγιος Λεμεσού Αθανάσιος. Ο πιο απεριόριστος άνθρωπος που ξέρω.

Πέρα από τη σπίθα της έμπνευσης, σε πρακτικό πλέον επίπεδο, τι χρειάζεσαι ώστε να καθίσεις μπροστά στον υπολογιστή;

Η «σπίθα της έμπνευσης» έχει πάψει να με απασχολεί περίπου από το έτος 1996. Από τότε απλώς ανανεώνω το λάδι – ή το κάρβουνο τέλος πάντων. Πρακτικά, το τυπικό έχει ως εξής: στήνω ένα αδρό σχεδίασμα της αφήγησης, το οποίο σπανίως τηρείται, αλλά μου δίνει μιαν αίσθηση ασφάλειας για να μπω στην περιπέτεια. Κατόπιν ανοίγω τα βιβλία απ’ όπου θα αντιγράψω, φτιάχνω καφέ και δυστυχώς ανάβω και τσιγάρο, κάτι που εύχομαι να διακοπεί στο εγγύς μέλλον. Στο τέλος κοιτώ τις δύο εικόνες που έχω πάνω από το γραφείο, την Πορταΐτισσα και την Αγία Υπομονή, κάνω τον σταυρό μου, και αρχίζει η παράσταση: Que será, será.

Οι λέξεις πρέπει να χαϊδεύουν ή να χαστουκίζουν τον αναγνώστη;

Γιατί να τον χαστουκίσουν, τις πρόσβαλε; Ξέρεις, οι «γροθιές στο στομάχι» δεν είναι του γούστου μου. Δεν είμαι αρκετά έξυπνος, έχω και ευαίσθητο στομάχι, οπότε μένω σε απλούστερα πράγματα. Μ’ αρέσει το χάδι που αναφέρεις, αλλά προτιμώ οι λέξεις να γνέφουν στον αναγνώστη, όπως και στον συγγραφέα. Γνέφω θα πει: κάνω νόημα.

Μπορείς να μου δώσεις τον ορισμό του καλού βιβλίου;

Όσο μπορείς να μου πεις εσύ γιατί ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου. Και να η απάντηση – αν μου επιτρέπεις: γιατί σε κάνει να αισθάνεσαι λιγότερο μάταιος.

Τούτου δοθέντος, ποιο είναι το καλύτερο βιβλίο που έχεις διαβάσει;

Το Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστίν, του αγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ.

Με την πραγματικότητα ή με τη φαντασία φλερτάρεις ευκολότερα;

Ασφαλώς με την πραγματικότητα. Έχω φάει χυλόπιτες, αλλά επιμένω, διακριτικά και με ευγένεια. Παρεμπιπτόντως, ήξερες ότι ο Ίων Δραγούμης ετυμολογούσε το φλερτ κατά το φίλερως; Πόσο ωραίο.

Πάντως, εγώ δυσκολεύομαι να τις ξεχωρίσω. Εσύ;

Εγώ λέω ότι η πραγματικότητα, η αληθινή, περιέχει και τη φαντασία και την ξεπερνά προς σφαίρες ασύλληπτες. Για να τις δούμε όλες ως ένα ακέραιο όλον ο Σολωμός μάς προτρέπει: με λογισμό και μ’ όνειρο. Δεν αρκεί;

Ασπάζεσαι την άποψη ότι ένας λογοτέχνης οφείλει να είναι, σχηματικά έστω, ερημίτης; Ή τουλάχιστον, να αποφεύγει τις πολλές πολλές συναναστροφές;

Ναι, οπωσδήποτε. Μείνε στο κελί, λένε οι Πατέρες, και το κελί θα σου διδάξει τα πάντα. Νομίζω μάλιστα ότι κορυφαίο μάθημα του κελιού είναι η ελευθερία. Και η φιλία, σκέφτομαι, αυτή η πολύτιμη συνθήκη, ανθίζει πάντα στη μοναξιά.

Πατρίδα είναι έννοια γεωγραφική ή συναισθηματική;  

Μου φαίνεται ότι είναι και τα δύο, και θα ήταν άδικο να υποτιμούμε τη γεωγραφία, θα ήταν σαν να υποτιμούμε το σώμα μας. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη έναν τόπο για να σταθεί, και ο τόπος θα είναι πάντα φορτισμένος με μνήμες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πιστεύω ότι η πατρίδα είναι προ πάντων συνθήκη οντολογική, ένας τρόπος ζωής. Τον εντόπισε έξοχα ο Χρήστος Γιανναράς: «Η Αγάπη είναι ο τόπος ως τρόπος ύπαρξης».

Ονειρεύομαι έναν κόσμο δίχως σύνορα, εναέριους χώρους και ναυτικά μίλια. Μήπως πετώ στα σύννεφα;

Προφανώς και πετάς στα σύννεφα, αλλά καλά κάνεις. Σου αφιερώνω λοιπόν τη «Μπαλάδα» του Σεφέρη: Δεν ξεύροντας τα μάτια μας ομάδι / να μάθουσι γυρεύγασι μακριά / στο πέλαγο, στο δάσο, τη βαθιά / βουλή που μας εχάρισε έτοια μέρα / κι αγάλι-αγάλι το ’σιαζε η φιλιά / να χτίζομε περβόλια στον αγέρα. Εκεί, φίλε Ανδρέα, δεν είναι στριμωχτά.

Προεκτείνοντας τον συλλογισμό μου, έχεις αντιληφθεί γιατί πολεμούν οι άνθρωποι;

Καταλαβαίνω το πνεύμα της ερώτησης, και εν πολλοίς ταυτίζομαι, αλλά όποιος έχει διαβάσει Θουκυδίδη θα έχει αντιληφθεί γιατί πολεμούν οι άνθρωποι, και γιατί θα εξακολουθήσουν να πολεμούν, «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ».

Σε ποιο πόλεμο θα έπαιρνες μέρος μετά χαράς;

Μετά χαράς σε κανέναν, αλίμονο. Κατ’ ανάγκην, και παρ’ όλο που δεν είμαι κανένας γενναίος, πιστεύω να πολεμούσα κατά του εισβολέα, από τις Θερμοπύλες μέχρι το Κίεβο. Αυτά όμως αφορούν σε συμβατικούς πολέμους. Θα μου επιτρέψεις να κλείσω λοιπόν με τον ισχυρισμό ότι προσπαθώ να πάρω μέρος, έστω αδέξια, στον Αόρατο Πόλεμο που ιστορεί ο άγιος Νικόδημος, στον πόλεμο που όντως τελειώνει όλους τους πολέμους, καθότι στην έκβασή του η φύσις των ανθρώπων παύει να είναι η αυτή, και γίνεται μια άλλη, η αληθινή και θεανθρώπινη. Αυτός ο πόλεμος, αυτή η ερωτευμένη και σταυρική realpolitik, εύχομαι να είναι ο ρεαλισμός της γραφής μου.


Ανακαλύψτε περισσότερα για το Εννέαhttps://ikarosbooks.gr/1011-ennea.html

Έτικέττες:
Εννέα
,
Εφημερίδα Αλήθεια
,
Κυριάκος Μαργα
,
Συνέντευξη