Διαβάστε παρακάτω τη συνέντευξη που παραχώρησε η Ευτυχία Γιαννάκη στον Φιλελεύθερο και στην Ελένη Γκίκα, με αφορμή το νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα, Η νόσος του μικρού θεού, με ήρωα τον Αστυνόμο Χάρη Κόκκινο.
Η συγγραφέας - «μητέρα» του αστυνόμου Χάρη Κόκκινου, μιλάει για τη νουάρ λογοτεχνία αλλά και για την εποχή μας, «που είναι χαοτική, σύνθετη και συχνά ακατανόητη».
Το πρώτο ραντεβού μας ήταν στα τυφλά, όμως από την αρχή φάνηκε ότι κάτι έβραζε ανάμεσά μας. Γι' αυτό και πήρε το επίθετο Κόκκινος. Από το αίμα που ρέει, που κοχλάζει, που δίνει και παίρνει τη ζωή. Μετά από μερικές χιλιάδες λέξεις μαζί του μπορώ να πω ότι αυτό που έχει σημασία είναι να σκύβεις πάνω από όλους τους χαρακτήρες με τρυφερότητα, σε βαθμό συγκίνησης, ώστε να ανακαλύπτεις όλους τους τόνους, τις αποχρώσεις και ό,τι πάλλεται εντός τους και εντός σου».
Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος. Η Ευτυχία Γιαννάκη, η οποία αμέσως ξεχώρισε στο ελληνικό νουάρ και όχι τυχαία, επιμένει: «Βεβαίως η ρίζα του εγκλήματος βρίσκεται πάντοτε εντός μας, στην ίδια την ανθρώπινη φύση μας. Άρα, είναι η ανθρώπινη κατάσταση που μας αφορά και στην αστυνομική λογοτεχνία, η δημόσια, η ιδιωτική και η μυστική ζωή μας, οι υπαρξιακοί φόβοι μας. Μια αστυνομική αφήγηση με ουσία και βάθος παίζει με τα μύχια, με τη ζωή και τον θάνατο κορώνα - γράμματα». Και μιλώντας στον «Φιλελεύθερο» για τους ήρωές της, τις ιστορίες της, την εποχή μας και τις νουάρ συνθήκες της, θα μας αποκαλύψει: «Γράφω αστυνομικά γιατί με ενδιαφέρει η αγάπη ως απάντηση στον φόβο».
Κυρία Γιαννάκη, υπάρχουν τόποι που ευνοούν το κακό;
Οι τόποι εντός μας είναι μάλλον εύφοροι τόσο σε άνθη του κακού, όσο και σε άνθη του καλού. Τα όρια αυτών των δύο κήπων είναι μάλλον ρευστά, άλλοτε μένουν στο σκοτάδι κι άλλοτε έρχονται απότομα στο φως. Εξαρτάται και πώς τους ποτίζεις. Ξέρετε συχνά η αστυνομική λογοτεχνία μοιάζει να δένεται με συγκεκριμένους ήρωες και τόπους, δείτε για παράδειγμα την Μασσαλία του Ιζό ή την φανταστική Βιγκάτα του Καμιλλέρι, τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ελρόι ή την παγωμένη Σκανδιναβία με τα ρεύματα που μας έρχονται από το Βορρά τα τελευταία χρόνια. Οι τόποι είναι εκεί, είναι όμως το ψυχικό πεδίο των χαρακτήρων, του ίδιου του δημιουργού που συστήνει κάθε φορά έναν νέο μικρόκοσμο, μια πόλη μέσα στην πόλη ή και έξω, πάνω από αυτήν, χαρίζοντας στον αναγνώστη ένα μικρό σύμπαν όπου μπορεί να καθρεφτίσει το δικό του φως και το σκοτάδι, τους δικούς του κήπους.
Οι χαρακτήρες στα βιβλία σας έχουν ήδη συζητηθεί, είναι πολύπλευροι, αρκετές φορές αμφιλεγόμενοι και αντιφατικοί, επαρκώς δραματουργημένοι, να μας συστήσετε τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο και να μας πείτε πώς γνωριστήκατε;
Κάθε ιστορία μου είναι μάλλον μια τοιχογραφία χαρακτήρων. Είναι ψηφίδες που διαθέτουν επαρκή πολυπλοκότητα ώστε αν τις κοιτάξεις από κοντά αλλάζουν χρώματα ανάλογα με τον τρόπο που τις φωτίζεις, αλλά όταν απομακρύνεσαι για να δεις το όλον διαπιστώνεις ότι από αυτές προκύπτει μια άλλη εικόνα, ίσως ένα νέο χρώμα, ένα μεγάλο κοινωνικό ψυχογράφημα που επιχειρεί να καθρεφτίσει την εποχή μας. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αστυνόμος Κόκκινος είναι επαρκώς πολύπλευρος κι εμπεριέχει τόσες αποχρώσεις και τόνους, ώστε η επαναφορά του να έχει ουσία και βάθος από ιστορία σε ιστορία. Το πρώτο ραντεβού μας ήταν στα τυφλά, όμως από την αρχή φάνηκε ότι κάτι έβραζε ανάμεσά μας. Γι’ αυτό και πήρε το επίθετο Κόκκινος. Από το αίμα που ρέει, που κοχλάζει, που δίνει και παίρνει τη ζωή. Μετά από μερικές χιλιάδες λέξεις μαζί του μπορώ να πω ότι αυτό που έχει σημασία είναι να σκύβεις πάνω από όλους τους χαρακτήρες με τρυφερότητα, σε βαθμό συγκίνησης, ώστε να ανακαλύπτεις όλους τους τόνους, τις αποχρώσεις και ό,τι πάλλεται εντός τους και εντός σου. Είναι όλοι εξίσου σημαντικοί.
Αλήθεια πώς μπήκε το νουάρ στη ζωή σας;
Μάλλον παράδοξα, εκεί που δεν το περίμενα, όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους έρωτες. Διάβασα και κόλλησα. Κι έτσι ενώ πίστευα για χρόνια ότι τα αστυνομικά είναι απλώς αφηγήσεις που στηρίζονται στον γρίφο, στο σασπένς, στην αυστηρή δομή και σε χαρακτήρες ελαφρώς καρικατούρες που υπηρετούν αυτή τη δομή, ξαφνικά ανακάλυψα τον πλούτο, το πολυεπίπεδο των σύγχρονων νουάρ αφηγήσεων, οπότε ένιωσα την ανάγκη βουτήξω σε αυτή την δομή φέρνοντας στο φως το κοινωνικό βάθος και την ψυχολογική πολυπλοκότητα που κλείνουν στο κουκούλι τους αυτές οι ιστορίες που προορίζονται να πυροδοτηθούν με αφορμή ένα έγκλημα και να δοκιμάσουν τα όρια του τρόπου σκέψης του αναγνώστη.
Η τριλογία της Αθήνας που ολοκληρώθηκε και η τριλογία του Βυθού που ξεκινάει. Είναι άλλα τα ανομήματα της πρωτεύουσας άλλα όσα διαδραματίζονται στην «Νόσο του Μικρού Θεού», σε πρώτη φάση στην Πάρο, στις Κυκλάδες; Το έγκλημα, κυρία Γιαννάκη, δεν γνωρίζει από ήλιο;
Το έγκλημα της Μεσογείου, γιατί γι’ αυτό μιλάω στα βιβλία μου, είτε έχουμε να κάνουμε με ένα αστικό κέντρο, είτε με την κλειστή κοινωνία ενός νησιού, καθρεφτίζει την κοινωνία στο σύνολό της, το χάος και την πολυπλοκότητά της, τα λάθη και τις παραλείψεις μας, τα κλειστά στόματα, την ανοχή μας στη μικρή και τη μεγάλη παραβατικότητα, το σκοτάδι, αλλά και το φως μας. Το έγκλημα και η κοινωνική παθογένεια που το γεννάει ή το επιτρέπει θα έλεγα ότι είναι το βασικό πρίσμα που διαθλά τις ακτίνες μιας αστυνομικής ιστορίας, οπότε ο ήλιος είναι απαραίτητος ως προς αυτό. Βεβαίως η ρίζα του εγκλήματος βρίσκεται πάντοτε εντός μας, στην ίδια την ανθρώπινη φύση μας. Άρα, είναι η ανθρώπινη κατάσταση που μας αφορά και στην αστυνομική λογοτεχνία, η δημόσια, η ιδιωτική και η μυστική ζωή μας, οι υπαρξιακοί φόβοι μας. Μια αστυνομική αφήγηση με ουσία και βάθος παίζει με τα μύχια, με την ζωή και τον θάνατο κορώνα - γράμματα.
«Οικογένειες που αποτελούν το τέλειο εγκληματολογικό εργαστήριο και τελικά στον δικό του βυθό, εκεί που το φως μπλέκεται με το σκοτάδι», στον πυρήνα της οικογένειας, εκεί εκκολάπτονται όλα;
Όντως, θεωρώ πως το μεγαλύτερο εκκολαπτήριο είναι η οικογένεια. Αυτός ο αρχέγονος πυρήνας που εξασφαλίζει την επιβίωση των μελών του, αφήνοντας όμως πολύ αίμα πίσω του, όπως συμβαίνει με κάθε μάχη.
Στα βιβλία σας συνηθίζετε να θίγετε μεγάλες πληγές, αναβολικά, αρχαιοκαπηλία… αλήθεια τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας και ένας φόνος για να γίνει… φόνος σας;
Να δονείται εντός μου. Να εμπεριέχει αυτόν τον πυρήνα που θα πυροδοτηθεί με αφορμή ένα έγκλημα και θα εκραγεί στα χέρια μου για να με συγκινεί όσο θα γράφω την ιστορία. Συνήθως είναι ζητήματα που με απασχολούν βαθιά, που γυρεύουν απαντήσεις εντός μου, εκκρεμότητες ενδεχομένως που διαθέτουν επαρκή πολυπλοκότητα ώστε να κρατήσουν το ενδιαφέρον μου όσο κρατάει το εσωτερικό ταξίδι που είναι κάθε ιστορία. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Για μια καταβύθιση στον δικό μου εσωτερικό βυθό, στο φως και στο σκοτάδι του. Αν με συγκινεί αυτή η βουτιά συνεχίζω με την βεβαιότητα ότι θα αφορά και θα συγκινεί και τους αναγνώστες. Είμαστε όλοι ίδιοι και διαφορετικοί. Κάθε ιστορία είναι το σημείο συνάντησής μας, με την ηδονή και τη συγκίνηση που συνοδεύει αυτή τη συνάντηση.
Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ηρωίδα σας;
Θα χρειαστεί ομοίως να μου γεννάει τη διάθεση να τον/την ανακαλύψω, όπως συμβαίνει με κάθε άνθρωπο που συναντάμε στη ζωή μας. Οι ίδιοι οι χαρακτήρες είναι το μυστήριο. Νομίζουμε ότι ψάχνουμε να δούμε τι έγινε με το έγκλημα, αλλά στην ουσία ψάχνουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει εντός μας. Με ενδιαφέρουν πολύ οι χαρακτήρες που είναι κόντρα στους ανθρώπους που θα επέλεγα να συναναστραφώ στην καθημερινότητά μου. Που έχουν χαρακτηριστικά που μπορεί να μου είναι ξένα ή ανυπόφορα. Με ενδιαφέρει να καταφέρω να σκύψω με τρυφερότητα ακόμη και σε αυτό που μου είναι ξένο, κυρίως σε αυτό θα έλεγα. Η ανεκτικότητα και η τρυφερότητα για κάθε τι ανθρώπινο είναι το ζητούμενό μου.
Με το αστυνομικά, φαντάζομαι τα πράγματα είναι διαφορετικά, κυρία Γιαννάκη, για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Ανάλογα με την ιστορία. Έχω δουλέψει και με τον έναν και με τον άλλον τρόπο. Τελικά, είναι οι ίδιοι οι χαρακτήρες που γίνονται πλοκή, η ατμόσφαιρα που δονείται εντός σου σε σχέση με μια ιδέα και το κυνήγι της ίδιας της γλώσσας, των λέξεων και του ρυθμού τους που επιβάλλει μια διαφορετική μέθοδο δουλειάς κάθε φορά ή άλλη εστίαση. Αυτό άλλωστε είναι και το ενδιαφέρον για εμένα, έχοντας το κεκτημένο ή την εμπειρία των προηγούμενων ιστοριών να ανακαλύπτω έναν νέο τρόπο έκφρασης, ένα νέο βάθος και να αποφεύγω την επανάληψη. Χαρτογραφώ την ιστορία στον βαθμό που μου είναι απαραίτητο και στη συνέχεια αφήνομαι στο αχαρτογράφητο που είναι και το συναρπαστικό κομμάτι της δουλειάς, αφού αγγίζει το αχαρτογράφητο εντός μου και το υλικό των ονείρων και των πιο μύχιων σκέψεων και συναισθημάτων.
Υπάρχει τελετουργία γραφής ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Γενικά όταν ξεκινώ να γράφω μια ιστορία είμαι πειθαρχημένη και δουλεύω συστηματικά. Όσο εκκολάπτεται η ιστορία και αποκτά κάποιο βασικό σχήμα εντός μου, πριν καν να βάλω την πρώτη λέξη στο χαρτί, είμαι πλήρως απείθαρχη, αποδιοργανωμένη και μ’ έναν τρόπο ελεύθερη. Όμως τα πράγματα σκουραίνουν όταν τα βάζω κάτω και αρχίζει η μάχη με τις τυπωμένες λέξεις. Γιατί εκεί δίνεται η πραγματική μάχη. Εκεί δεν σηκώνω κεφάλι. Περνούν μέρες, βδομάδες, μήνες έτσι, γράφοντας και ξαναγράφοντας, μια αιώνια επανάληψη, μέσα, έξω δεν έχει σημασία, παντού.
Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Δύσκολο να πω τι βρίσκεται στον πυρήνα. Ίσως η αναζήτηση νοήματος και ισορροπίας μέσα από έναν διαρκή πειραματισμό. Με ενδιαφέρει το παιχνίδι με τις λέξεις. Αυτό ναι, είναι μια εμμονή. Τα υπόλοιπα είναι μάλλον ρευστά, όσο ρευστός είναι ο εαυτός μου στον χρόνο.
Οι ιστορίες σας, εκτός από τον αστυνομικό χαρακτήρα τους, είναι ταυτοχρόνως και υπαρξιακά δράματα, στην σύνθετη και αντιφατική εποχή μας, κυρία Γιαννάκη, βρίσκετε ότι ταιριάζει το νουάρ;
Ναι, νομίζω ότι η εποχή μας είναι επαρκώς χαοτική, σύνθετη και συχνά ακατανόητη. Πολλές φορές νιώθουμε σαν πρωταγωνιστές σε νουάρ που προσπαθούν να βγάλουν άκρη σε ένα περίπλοκο μυστήριο. Οπότε ναι, δεν είναι τυχαία η άνθηση που γνωρίζει η αστυνομική αφήγηση με τους γρίφους της, αφού με αφορμή ένα έγκλημα επιχειρεί να τακτοποιήσει κάπως αυτό το χάος και να βρει απαντήσεις στο σκοτεινό, το απλησίαστο, το ακατανόητο ή το αδιανόητο.
Και φτάνουμε στα αστυνομικά παιδικά σας: «Εξαφάνιση στο Πίτσι Πίτσου» και «Μυστήριο στη λίμνη Λαμπίκο», τα παιδιά αγαπούν το μυστήριο;
Όλη η παιδική ηλικία είναι ένα μυστήριο και τα παιδιά είναι ακόμη φυτεμένα στην καρδιά αυτού του μυστηρίου. Τα παιδικά μου βιβλία λοιπόν, εμπεριέχουν όλα τα σχήματα της λογοτεχνίας ενηλίκων σε μια συνθήκη προσαρμοσμένη στην ρευστότητα της παιδικής φαντασίας που επιτρέπει στα παιδιά να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους διασκεδάζοντας, χρησιμοποιώντας τη λογική, την παρατηρητικότητα, αλλά και το συναίσθημά τους. Αυτό ακριβώς δηλαδή που επιχειρούν και οι ενήλικες διαβάζοντας ένα αστυνομικό. Είμαστε όλοι μεγάλα παιδιά και τα παιδιά είναι πολύ πιο μεγάλα απ’ όσο υποθέτουμε.
Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Ποιος ήταν ή ποια ήταν εκείνη που σας έκανε να πείτε «κι εγώ αυτό θέλω να γίνω»;
Η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή όταν ήμουν παιδί. Εστίαζα ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ήταν γυναίκες που έγραφαν, κάπως αυτό με ενέπνεε και με έκανε μάλιστα να πειραματίζομαι με τις ιστορίες τους, να αλλάζω το τέλος να βρίσκω άλλες λύσεις. Τι θράσος; Ίσως εκεί να φυτεύτηκε το πρώτο σποράκι. Στο αστυνομικό ομοίως εστιάζω σε δυο γυναίκες, την Αγκάθα Κρίστι και την Πατρίσια Χάισμιθ, για διαφορετικούς λόγους.