Αλεξάνδρα Ιωαννίδου | Μεταφράζοντας το βιβλίο «Ο κηπουρός και ο θάνατος» του Georgi Gospodinov

H Αλεξάνδρα Ιωαννίδου φιλοξενείται στο blog του  Ίκαρου, στη στήλη «Το εργαστήρι της μετάφρασης», και μας μιλάει για το νέο βιβλίο του Georgi Gospodinov, Ο κηπουρός και ο θάνατος· μια σπαρακτική προσωπική ιστορία, έναν ύμνο στον πιο στενό οικογενειακό δεσμό με τη μελαγχολική ματιά ενός ποιητή και τη γλώσσα ενός σπουδαίου συγγραφέα.

Αλεξάνδρα Ιωαννίδου


Η μετάφραση του νέου βιβλίου του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ Ο κηπουρός και ο θάνατος ήταν ίσως η πιο δύσκολη μετάφραση της ζωής μου. Κι αυτό, επειδή το πένθος του συγγραφέα για τον θάνατο του πατέρα του ταυτίστηκε μέσα μου με το δικό μου πένθος για την επανεμφάνιση ενός πολύ επιθετικού και επικίνδυνου καρκίνου. Και επειδή η εργασία πάνω στη μετάφραση έγινε εν μέσω βαριών και εξαντλητικών χημειοθεραπειών. Άθελά μου, αυθόρμητα, όσο μετέφραζα για την πορεία του κεντρικού ήρωα προς τον θάνατο (στο κρεβάτι, βεβαίως, με ένα ειδικό κυλιόμενο τραπεζάκι για το λάπτοπ), προς τη μεταμόρφωσή του σε κήπο, έβλεπα το βιβλίο αυτό ως προφητεία του δικού μου θανάτου. Δεν είναι όμως έτσι. Οι χημειοθεραπείες σε κάνουν απαισιόδοξο και μελαγχολικό. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για τον θάνατο, αλλά ένα βιβλίο για την αγάπη. Την αγάπη των ανθρώπων που πενθούν αυτόν που τον βοήθησαν στην πορεία του θανάτου του. Δύσκολο ξεπροβόδισμα. Το πριν και το μετά στην καρδιά του γιου-φροντιστή, του γιου-ψυχοπομπού που εκπληρώνει το ύστατο χρέος: Παίρνει από το χέρι τον γεννήτορα όπως εκείνος τον είχε πάρει από το χέρι όταν τον έφερε στον κόσμο για να τον στηρίξει στα πρώτα του βήματα, και τον βοηθάει σιγά σιγά να αποχαιρετήσει.  Αυτό είναι το βιβλίο του Γκοσποντίνοφ. Μια επιστολή πένθους που πηγάζει από τη βαθιά αγάπη ενός ανθρώπου προς έναν άλλον, μια επιστολή ευγνωμοσύνης για την ευτυχία που του χαρίστηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα, για το αυτονόητο της προσφοράς, της ανιδιοτέλειας, της χαράς στην τρυφερότητα και ας ελλοχεύει η  νύχτα του θανάτου. «Δεν έχω φορέσει σε άλλον άνθρωπο πάνες από τότε που η κόρη μου ήταν μωρό». Αυτή η φράση αποτυπώνει την αλήθεια της διαδοχής: ο γονέας για να πεθάνει θα γίνει μωρό και το παιδί, προστάτης. Από την άλλη, ο ετοιμοθάνατος προσπαθεί να προστατέψει το παιδί-άντρα-φροντιστή από την αλήθεια του επικείμενου θανάτου. ΤΙ μεγαλείο σε αυτή την εκατέρωθεν προστασία και τρυφερότητα, αυτή η ΕΜΠΡΑΚΤΗ, σιωπηλή, υπομονετική αγάπη. Και το δικό μου αγαπημένο απόσπασμα:

«Το συσσωρευμένο χιόνι έξω έκανε το δωμάτιο φωτεινό. Ήταν ήσυχα και λευκά, αποχαιρετούσα τον πατέρα μου και προσπαθούσα να μείνω μαζί του τουλάχιστον μέχρι την πόρτα, μέχρι εκεί που επιτρέπεται στους ζωντανούς να φτάσουν. Ξάπλωνα δίπλα στο αποστεωμένο του σώμα, τον κρατούσα από το χέρι και επαναλάμβανα κάτι σαν: Ήρεμα, μπαμπά… Τώρα θα περάσει λίγο… τώρα, τώρα… Είμαστε μαζί… Είμαι εδώ… Μη φοβάσαι… Τον έκανα παιδί μου, τον υιοθετούσα. Μιλούσα με τις δικές του λέξεις. Ήξερα (το ήξερε κι εκείνος) ότι δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να γίνει, ότι αυτή ήταν η τελευταία νύχτα. Η Νύχτα με κεφαλαίο γράμμα. Η πιο μακριά νύχτα. Προσπαθούσα να φανταστώ τι νιώθει ένας άνθρωπος μια τέτοια νύχτα, την τελευταία του νύχτα, τις τελευταίες του ώρες. Κι εγώ, που πιστεύω στις λέξεις, δεν είχα καθόλου λέξεις. Αλλά ούτε κι αυτό είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να κρατάω το χέρι του. Εκείνος έσφιγγε το δικό μου. Διασχίζαμε μαζί τη γέφυρα της νύχτας και σε λίγο θα χωριζόμασταν».

Ο κηπουρός και ο θάνατος

 
Έτικέττες: