Την Τετάρτη 27 Ιουνίου, ανάμεσα σε απλωμένα τυπογραφικά, χαρταετούς και βεγγαλικά, παρουσιάσαμε στο Μουσείο Μπενάκη τα δύο πρώτα βιβλία της σειράς "Αν διάβαζα... ποιητές της γενιάς του '30" του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Στο κατάμεστο κυλικείο του Μουσείου, είχαν την καλοσύνη να παραβρεθούν και να μιλήσουν για τα βιβλία ο Αντώνης Παπαθεοδούλου, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, και η Μυρτώ Δεληβοριά, εικονογράφος. Κλείνοντας την εκδήλωση, ο μουσικός Νίκος Ξυδάκης διάβασε ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη και του Νίκου Εγγονόπουλου. Το εξαιρετικό κρασί της βραδιάς, μας προσέφερε η Οινοποιία Μποσινάκη. Τους ευχαριστούμε θερμά όλους.
Ζητήσαμε από τον Αντώνη Παπαθεοδούλου και την Μυρτώ Δεληβοριά να αναρτήσουμε τα κείμενα που διάβασαν στην παρουσίαση και με μεγάλη χαρά δέχτηκαν.
Αντώνης Παπαθεοδούλου
Θα σας μιλήσω ώς αναγνώστης! Για να μου επιτρέπεται να είμαι όσο ενθουσιασμένος θέλω με τη σειρά "Αν διάβαζα ποιητές της γενιάς του '30" από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ και το Μουσείο Μπενάκη. Και θα σας πω γιατί αγάπησα το 1ο βιβλίο της σειράς το "ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…" με αγάπη τετραπλή. Γιατί κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται για ένα βιβλίο αλλά για τέσσερα.
Και εξηγούμαι:
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Το "ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…" είναι ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τα ποιήματα του Σεφέρη. Ένα παραμύθι για παιδιά από 5 ετών λέει ο εκδότης στην ιστοσελίδα του. Και αφορά τα μικρά πεντάχρονα η ποίηση και μάλιστα οι ποιητές της γενιάς του '30, θα ρωτήσετε (μάλλον δε θα ρωτήσετε γιατί παραείστε διαλεχτό κοινό σ' αυτή την παρουσίαση, αλλα χρειαζόμουν την ερώτηση για να απαντήσω: φυσικά!) Φυσικά τα αφορά! Τα παιδιά στην καθημερινότητα αυτή που μοιραζόμαστε οι ενήλικοι μαζί τους, βομβαρδίζονται από πολλά, για τα οποία δεν είμαστε καθόλου περήφανοι. Τί πιο υπέροχο και σημαντικό από το να τους μιλάμε για εκείνα που είμαστε περήφανοι. Και είμαστε δικαίως περήφανοι για την ποίησή μας & για τους ποιητές μας. Πόσω μάλλον για αυτούς που φρόντισαν να πάρει η ελληνική ποίηση μια 'στροφή' πιο ελεύθερη και δημιουργική, όπως ο Σεφέρης! Αρκεί βέβαια ό,τι απευθύνουμε στα παιδιά να είναι στα μέτρα τους και να μιλά τη γλώσσα τους. Κι η γλώσσα των παιδιών δεν είναι άλλη από το παιχνίδι. Ο Κυριτσόπουλος στο "ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…" κάνει ακριβώς αυτό. Παίζει με τον Σεφέρη (άλλωστε κι ο Σεφέρης έπαιζε με τις λέξεις και τις ζωγραφιές όταν απευθυνόταν στα παιδιά όπως στα ‘ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά’). Ο Κυριτσόπουλος παίζει με τον Σεφέρη. Κάνει μακροβούτια στη θάλασσα του έργου του και βγαίνει κρατώντας με περηφάνια τα κοχύλια που ανακάλυψε. Ύστερα στην παραλία, τα βάζει στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, και σαν έκπληξη η συλλογή του αυτή αφηγείται μια καινούργια ιστορία. Για έναν άλλο Σεφέρη που κανείς μας μέχρι τώρα δεν είχε προσέξει. Καράβια ζωγραφιστά κι αληθινά, γοργόνες, δελφίνια και ναυάγια, κήποι και χαρταετοί και ο παππούς –η αγαπημένη μου εικόνα στο βιβλίο- που "σαν θεός διώχνει τους φόβους του" κι ο ήρωας που περνά τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, σκαρφαλώνει στο βράχο και κάνει βουτιά αντιτάσσοντας στο φόβο και τον κίνδυνο, τη χαρά και το παιχνίδι, συνιστούν ένα παραμύθι με όλα εκείνα τα συστατικά που αγαπούν τα παιδιά και τα κάνουν να εμπνέονται. Ένα παραμύθι που μπορεί να αρχίζει με "Μια φορά κι έναν καιρό" αλλά δεν μοιάζει με κανένα άλλο, ένα ιδιότυπο παιδικό ποίημα από λόγο και εικόνα, ένα βιβλίο για παιδιά που ο Σεφέρης δεν είναι το θέμα του, αλλά το μυστικό που κρύβει για να το ανακαλύψουν.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Λοιπόν το δεύτερο "ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…" Δεν είναι για παιδιά. Είναι ένα βιβλίο για όλους μας. Με τον όρο παιδικότητα αναφερόμαστε σε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας, την έμφυτη αισιοδοξία, την ελεύθερη φαντασία, το ρομαντισμό, τον ενθουσιασμό, το χιούμορ, την αγάπη για τα ζωντανά χρώματα, για παιχνίδι, περιπέτεια, εξερευνήσεις και ανακαλύψεις. Μέχρι εδώ καλά. Η παιδική ηλικία αυτά είναι. Η ενηλικίωση όμως; Εκεί νομίζω έχουμε κάνει ένα λάθος... Η ενηλικίωση θα 'πρεπε να είναι η περίοδος που η αισιοδοξία, η φαντασία, η αγάπη για παιχνίδι, περιπέτεια κι ανακαλύψεις… ενηλικιώνονται! Δηλαδή… ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ! Αντ' αυτού, επιμένουμε να ονομάζουμε ενηλικίωση την περίοδο που όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ή τα χάνουμε εντελώς ή τα σκεπάζουμε με ένα βαρύ, σκούρο παλτό σοβαροφάνειας! Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Κανένα δεν είναι για παιδιά. Είναι όλα βιβλία με βλέμμα τρυφερό και τολμηρό ταυτόχρονα, γραμμένα και ζωγραφισμένα με προσοχή, με αγάπη, με άποψη και με μια ματιά διαφορετική που αφήνει χώρο στη φαντασία μας και τις δικές μας ερμηνείες όσο και η ποίηση (και ξέρετε, οι θεωρητικοί της φαντασίας φωνάζουν πως οι μεγάλοι έχουμε πιο πολλή φαντασία από τα παιδιά, η αποθέωση της παιδικής φαντασίας προκύπτει από το ότι τη δική μας δεν τη χρησιμοποιούμε πια).
Τα εικονογραφημένα βιβλία, που κρύβουν στο λόγο και την εικόνα τους χιούμορ, φαντασία, εκπλήξεις, χρώμα και αισιόδοξη ματιά, δεν είναι μόνο παιδικά. Κι όσοι τα λέμε παιδικά, το κάνουμε από φόβο -να κι ένα χαρακτηριστικό που κρατήσαμε από την παιδική μας ηλικία- από φόβο να παραδεχτούμε πόσο πολύ τα έχουμε ανάγκη για να σκαρφαλώνουμε στις δικές μας καθημερινές συμπληγάδες και να κάνουμε από κει μια δροσιστική βουτιά όπως κι ο ήρωας του Κυριτσόπουλου!
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ
Το "ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…" είναι ένα βιβλίο που μιλά για έναν ποιητή: τον Γιώργο Σεφέρη. Αλλά ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσεις για έναν ποιητή; Ποιές είναι οι επιλογές σου; Βιογραφίες, έρευνες, συνεντεύξεις, κριτικές, αναλύσεις, αλληλογραφία; Θα σας απαντήσω με έναν θρύλο:
Κι ο θρύλος λέει οτι όποιος καταφέρει να τελειώσει μια πλήρη βιογραφία, μια μελέτη πολυσέλιδη, που να σέβεται πραγματικά, όσο ποτέ, τον Ποιητή και το έργο του, με αγάπη και πολύ διάβασμα γραμμένη και την αφήσει αποβραδύς τελειωμένη πάνω στο γραφείο του, μόλις ξυπνήσει το πρωί θα βρει ολόκληρο το πόνημά του να έχει μεταμορφωθεί …σε ένα ποίημα, μικρό και υπέροχο με ζωγραφιές του Κυριτσόπουλου συνοδευμένο!
Κι αν ήταν δική μου αυτή η μελέτη δε θα απογοητευόμουν… μάλλον θα γοητευόμουν, γιατί δεν υπάρχει πιο ταιριαστός τρόπος να μιλήσεις για έναν ποιητή από τον να γράψεις γι’ αυτόν ένα ποίημα. Και μάλιστα όχι ένα οποιοδήποτε, αλλά ένα ποίημα που να σε παίρνει από το χέρι και να σε οδηγεί σε μια διαδρομή ανάμεσα στα δικά του ποιήματα. Και το "ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…" είναι μια διαδρομή ανάμεσα στα ποιήματα του Σεφέρη. Μια διαδρομή μοναδική. Γιατί έχει οδηγό τον Κυριτσόπουλο που πήγε πρώτος και προσφέρεται τώρα να μας ξεναγήσει μέσα από στενάκια που κανένας τουριστικός οδηγός δεν αναφέρει, είναι μια συλλογή εντυπώσεων δικών του κι έπειτα δικών μας, ένα ταξίδι. Σεφέρι άλλωστε, sefer, αυτό θα πει: ταξίδι.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ
Το τέταρτο υπέροχο πράγμα με αυτό το βιβλίο και με τα "ΒΕΓΓΑΛΙΚΑ" αλλά είμαι σίγουρος και με όλα αυτά που θα ακολουθήσουν, είναι ότι μπορούμε να ξεχάσουμε εντελώς τις αφορμές των ποιητών. Να βγάλουμε τον Σεφέρη από το "ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…". Τον Εγγονόπουλο από τα "ΒΕΓΓΑΛΙΚΑ". Και τότε προκύπτει ένα τέταρτο βιβλίο. Ένα παραμύθι για έναν παππού και έναν εγγονό, για όνειρα και φόβους, για ταξίδια και φίλους, βουνά και θάλασσες, ένα παραμύθι με έναν ολόκληρο παραμύθι σε κάθε σελίδα του. Και ο τρόπος που γράφει και ζωγραφίζει παραμύθια ο Κυριτσόπουλος -ακόμη κι όταν αυτά δε μιλούν για ποιητές- μοιάζει και πάλι υπερβολικά με την ποίηση. Γιατί όλα, λέξεις & χρώματα φαίνεται να απλώνονται στο χαρτί ελεύθερα, να αφήνουν επίτηδες κενά που θα υποδεχθούν τις δικές μας ερμηνείες… όπως και στο ποίημα όμως, για τον αυστηρό και λεπτολόγο δημιουργό που κρύβεται πίσω από όλα αυτά, τα πάντα είναι σε απόλυτη, μελετημένη τάξη… μια λέξη, μισή πινελιά να αλλάξεις… θα το καταλάβει αμέσως!
επίλογος...
Από άλογα πολεμικά, άλλο τίποτε αυτό τον καιρό. Αλλά ο Κυριτσόπουλος σαν άλλος πρωταγωνιστής του "ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…" δε συζητά για όλα αυτά. “Τραβά” όπως λέει “τη γραμμή της αισιοδοξίας” Κι επιλέγει… μάλλον επιμένει, αντί για άλογα πολεμικά, να ζωγραφίζει καράβια.
Κι ο Ίκαρος και το Μουσείο Μπενάκη τα κάνουν βιβλία.
Κι αυτά είναι που μας ανεβάζουν λίγο ψηλότερα.
Μυρτώ Δεληβοριά
Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος κατεβαίνει ξημερώματα βιαστικός ή και όχι, τις σκάλες του σπιτιού του -μαύρες γραμμές από μελάνι-, ανοίγει τη ροζ πόρτα και βγαίνει στο δρόμο. Τα φώτα του δρόμου ανοιχτά και οι περισσότεροι κοιμούνται ακόμα, κάτω από χρωματιστά φεγγάρια. Το μολυβένιο περίγραμμα ενός σκύλου έρχεται από το απέναντι πεζοδρόμιο για να περπατήσει λίγο μαζί του. Ένα χάρτινο πουλάκι πάνω στο μπλε δέντρο κελαηδάει το πρώτο φως της μέρας.
Μπαίνει μέσα στο τετράγωνο αυτοκινητάκι με τις δύο ρόδες και τα τρία χρώματα. Και πηγαίνει. Περνάει από άσπρα δρομάκια και λεωφόρους, ανηφορίζει έναν κίτρινο λόφο, κατηφορίζει ένα ριγέ βουνό, διασχίζει μερικά ουράνια τόξα. Οι δρόμοι τώρα είναι γεμάτοι από άνδρες με χοντρές μύτες, παιδιά και φίλους από τέμπερα. Γυναίκες χρωματιστές και ασπρόμαυρες, άλογα που μοιάζουν με άλογα, ψαράκια σε θάλασσα ξυλομπογιάς, καραβάκια χάρτινα, καραβάκια ακουαρέλλας και γράμματα πεζά και κεφαλαία που στέκονται στην άκρη.
Σταματάει. Βγαίνει από το αυτοκινητάκι στο πιο όμορφο φως της μέρας, ασημένιο και γαλάζιο. Μπαίνει μέσα. Βρίσκει 10 χαρταετούς, ο καθένας με διαφορετικά χρώματα. Γεμίζει το γυάλινο μπουκάλι του με νερό μπλε κοβαλτίου και χώνει τις ξύλινες μινιατούρες στις τσέπες του. Φορτώνει το αυτοκινητάκι και ξεκινάει.
Στους δρόμους τώρα το περίγραμμα του ποιητή και στίχοι που κρέμονται από μπαλκόνια, κολόνες και φανάρια.
[...] Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. [...]
[...] συλλογίστηκα να πηγαίνω κάθε βράδυ στ’ ακρογιάλι
να μάθω πρώτα τ’ ακρογιάλι κι έπειτα να πάρω το πέλαγο. [...]
[...] καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια. [...]
Φτάνει στο σπίτι του. Ανεβαίνει τα σκαλιά φορτωμένος και ανοίγει την πόρτα του άδειου δωματίου με το καβαλέτο και τα πινέλα.
Ακουμπάει τους χαρταετούς με τις πολύχρωμες ουρές στο πάτωμα, αδειάζει το μπουκάλι με τη θάλασσα σε μια λεκάνη και βάζει μέσα ένα -ένα τα καραβάκια που βγάζει από τις τσέπες του. Παίρνει θέση μπροστά στο καβαλέτο, κοιτάει προσεκτικά γύρω του, ανάβει ένα βεγγαλικό κι αρχίζει να ζωγραφίζει αυτό που βλέπει.