Ο Μανουέλ Βίλας και το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα | Συνέντευξη στο «The Books’ Journal»

Συνεντεύξεις Φεβρουάριος 8, 2021

Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Manuel Vilas στη Μαρίλια Παπαθανασίου για την εφημερίδα The Books’ Journal, με αφορμή το βιβλίο του Ορδέσα, που κυκλοφόρησε σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Ορδέσα

Ο ισπανός συγγραφέας Μανουέλ Βίλας δίνει φωνή στους χαμένους αγαπημένους του - στους γονείς τους και σε πολλούς ακόμα που συνάντησε στη ζωή του και τον επηρέασαν. Στην Ισπανία, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα δεν είναι συνηθισμένο λογοτεχνικό είδος — και όποιος το επιχειρεί σπάει ένα λογοτεχνικό ταμπού. Αλλά για τον Μανουέλ Βίλας, που παραιτήθηκε στα 50 από την εκπαίδευση για να έχει χρόνο για γράψιμο, τίποτα στη συγγραφή δεν είναι ταμπού. Ο συγγραφέας, όπως έδειξε το παράδειγμα του Θερβάντες, οφείλει να ανοίγει δρόμους μέσω της λογοτεχνικής συγκίνησης. Μιλήσαμε μαζί του.

O ισπανός συγγραφέας Μανουέλ Βίλας (γενν. 1962) γράφει εδώ και τρεις δεκαετίες. Μυθιστορήματα, ποίηση, δοκίμια. Η Ορδέσα, όμως, το βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2018 και μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τον Αχιλλέα Κυριακίδη για τις εκδόσεις Ίκαρος, εξελίχθηκε σε εκδοτικό φαινόμενο, καθιστώντας τον δημιουργό της έναν από τους πλέον δημοφιλείς ισπανόφωνους συγγραφείς. Το βιβλίο που ακολούθησε, με τον τίτλο Alegría (Χαρά), έχρισε τον Βίλας φιναλίστ του σημαντικού ισπανικού λογοτεχνικού βραβείου Planeta για το 2019 διευρύνοντας το αναγνωστικό του κοινό.

Στην τηλεφωνική συνέντευξη που μας παραχώρησε εν μέσω πανδημίας από τη Μαδρίτη, ο Μανουέλ Βίλας μίλησε για το βιβλίο του -ένα από τα καλύτερα, κατά τη γνώμη μας, δείγματα ξένης λογοτεχνίας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στην Ελλάδα- αλλά και για τις αμερικανικές εκλογές, το ροκ εν ρολ, την ισπανική πολιτική, τον καπιταλισμό, καθώς και για την αγάπη του στα αρχαία ελληνικά τα οποία μελέτησε στο Πανεπιστήμιο, στο πλαίσιο των σπουδών φιλολογίας. «Μετέφρασα Όμηρο και μου άρεσε πολύ, δεν ήταν εξάλλου τόσο δύσκολος όσο ο Θουκυδίδης», λέει. Ο Βίλας θεωρεί τον εαυτό του τυχερό γιατί, χάρη σε έναν καθηγητή του, μέγα λάτρη της Ελλάδας, κατάφερε, κατά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο, να γνωρίζει καλύτερα αρχαία ελληνικά από ό,τι λατινικά. Ο συγγραφέας της Ορδέσα δεν έχει ποτέ επισκεφθεί την Ελλάδα. Ευελπιστούμε ότι θα έχουμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε σύντομα και διά ζώσης.

Η «Ορδέσα» δεν είναι ένα μυθιστόρημα με τις κλασικές προδιαγραφές του είδους. Τι σας παρακίνησε να γράψετε έτσι;

Άρχισα να γράφω το βιβλίο μετά το θάνατο της μητέρας μου, τον Μάιο του 2014. Η περίοδος εκείνη συνέπεσε με το διαζύγιο μου και αισθάνθηκα ότι και οι δύο οικογένειες, των γονιών μου, στην οποία ήμουν ο γιος, και εκείνη που δημιούργησα ως πατέρας, διαλύονταν. Ο δικός μου πατέρας είχε πεθάνει από το 2005, όσο όμως ζούσε η μητέρα μου ο θάνατος του ήταν σαν να είχε τεθεί κάπως στο περιθώριο. Όταν πέθανε η μητέρα μου ένιωσα ότι ξαναπέθανε ο πατέρας μου. Συνειδητοποίησα επίσης ότι και όλοι οι συγγενείς των γονιών μου είχαν πεθάνει. Άρχισα λοιπόν, λίγο όπως ο Προυστ στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, να ανασύρω και να γράφω τις αναμνήσεις μου απ' αυτούς, για να τους σώσω από τη λήθη.

Στο βιβλίο οι γονείς σας παρουσιάζονται ως μια ενιαία οντότητα. Έχουν ασφαλώς ο καθένας το χαρακτήρα του, όμως δεν κάνετε διακρίσεις ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα σας.

Αν μπορώ να πω ότι κάτι μου αρέσει στο βιβλίο είναι αυτό ακριβώς: ότι η πατρότητα δεν διαφέρει από τη μητρότητα. Κάθε γονιός έχει τα χαρακτηριστικά του, το ταμπεραμέντο του, όμως για το γιο τους, τον αφηγητή της ιστορίας [σημ.: τον ίδιο το συγγραφέα], είναι εξίσου σημαντικοί, τους αγαπά εξίσου και τους δύο. Και οι δύο μεταμορφώνονται σε δύο όντα, σε δύο αγγέλους που προστατεύουν το παιδί τους, αυτό αισθάνθηκα μετά το θάνατο τους. Το νέο στοιχείο, νομίζω, του μυθιστορήματος, σε σχέση με άλλα βιβλία που πραγματεύονται τις σχέσεις γονιών και παιδιών, είναι ότι εδώ ο γιος εκφράζει τις ευχαριστίες του προς τους γονείς. Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία στα οποία οι γιοι ξεκαθαρίζουν τους λογαριασμούς με τους γονείς τους ή τους ασκούν κριτική. Στο βιβλίο μου προσπάθησα να καταλάβω ποιοι ήταν οι γονείς μου: όχι επειδή ήταν ιδιαιτέρως σημαντικοί, αλλά επειδή θα ήθελα ο αναγνώστης να αναζητήσει και εκείνος τους δικούς του γονείς, να σκεφτεί το δικό του οικογενειακό παρελθόν. Αυτό ήταν που με ενδιέφερε πρωτίστως από λογοτεχνικής πλευράς και νομίζω ότι τα κατάφερα: στις λέσχες ανάγνωσης όπου παρουσιάζεται η Ορδέσα οι αναγνώστες δεν με ρωτούν για τους δικούς μου γονείς αλλά μου μιλούν για τους δικούς τους - αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα.

Ορδέσα

Στο βιβλίο είστε επικριτικός απέναντι στο θεσμό του γάμου, όχι όμως και στο θεσμό της οικογένειας. Γιατί;

Με τον όρο οικογένεια εννοώ τις σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών. Ο γάμος βασίζεται στην ερωτική σχέση η οποία μπορεί να μεταβληθεί, να διακοπεί. Αντιθέτως, οι βιολογικοί δεσμοί ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά δεν τελειώνουν, δεν σταματούν ποτέ, ούτε με το θάνατο, είναι δεσμοί πρωτόγονοι, αταβιστικοί. Η ιδιότητα του πατέρα και της μητέρας δεν έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Η ιδιότητα του συζύγου μπορεί να μη διαρκέσει, μπορεί να πάψει να υφίσταται. Όχι ότι δεν υπάρχουν γάμοι που διαρκούν αλλά είναι όλο και λιγότεροι. Οι γονείς συνήθως αγαπούν τα παιδιά τους με μια αγάπη άνευ όρων, ενώ το αντίστροφο μπορεί να μη συμβαίνει, τα παιδιά δεν αγαπούν τους γονείς τους με αυτόν τον τρόπο. Οι γονείς θα έδιναν και τη ζωή τους για τα παιδιά τους, εκείνα όμως δεν θα έκαναν το ίδιο για τους γονείς τους. Αυτή η άνευ όρων και ορίων αγάπη των γονιών προς τα παιδιά με συγκινεί, τη θεωρώ καταπληκτική όσο και μυστηριώδη. Και με την Ορδέσα θέλησα να την εξερευνήσω.

Ως γιος, δεν αισθανθήκατε ενοχή απέναντι στους δικούς σας γονείς;

Ναι, όταν χάνεις τους γονείς σου αισθάνεσαι ένα είδος ενοχής, γιατί δεν μπορείς να τους ακολουθήσεις, δεν μπορείς να πας εκεί όπου πήγαν εκείνοι. Δεν μπορείς να πεθάνεις μαζί τους. Και νιώθεις ότι, κατά κάποιον τρόπο, τους εγκαταλείπεις. Ο θάνατος τους είναι κάτι που δεν μπορείς να μοιραστείς μαζί τους.

Στην «Ορδέσα» αφηγείστε πράγματα πολύ προσωπικά. Έχετε την εντύπωση ότι με αυτό το είδος αφήγησης καταρρίπτετε ένα ταμπού, συμφωνά με το οποίο, στην ισπανική λογοτεχνία, δεν συνηθίζεται ο συγγραφέας να αναφέρεται σε τόσο προσωπικές πτυχές της ζωής του;

Είναι γεγονός ότι έως πρόσφατα στην Ισπανία είχαν γραφτεί πολύ λίγα βιβλία σε αυτό το ύφος - πλέον έχουν αρχίσει και γράφονται περισσότερα. Νομίζω ότι ισχύει αυτό που λέτε. Πρόκειται για ένα είδος ταμπού που έχει σχέση με τον καθολικισμό ο οποίος φοβάται την ιδιωτική, την προσωπική ζωή. Ήταν μια νοοτροπία ιδιαίτερα έντονη την περίοδο του φρανκισμού. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ισπανία [σημ.: μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975], με τις δημοκρατικές ελευθερίες, έγινε μια στροφή. Υπάρχουν πλέον αρκετοί συγγραφείς που ερευνούν το ζήτημα της σχέσης γονιών και παιδιών γράφοντας αυτοβιογραφικά βιβλία, όπως, για παράδειγμα, ο Μάρκος Χιράλτ με το Tiempo de vida (Χρόνος της ζωής) ή ο Λουίς Λαντέρο με το Un balcon en invierno (Ένα μπαλκόνι τον χειμώνα).

Ορισμένοι κριτικοί υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει αυτοβιογραφική λογοτεχνία, ότι λογοτεχνία χωρίς φαντασία και επινόηση δεν είναι λογοτεχνία. Ποια είναι η γνώμη σας;

Αυτοί που υποστηρίζουν ανάλογες απόψεις είναι, νομίζω, άνθρωποι αντιδραστικοί, μου θυμίζουν αστυνομικούς επιθεωρητές. Η λογοτεχνία είναι ένας χώρος μεγάλης ελευθερίας, ίσως και απόλυτης ελευθερίας. Όταν ο Θερβάντες έγραψε τον Δον Κιχώτη αναρωτιούνταν σε ποιο λογοτεχνικό είδος να τον εντάξουν. Ως τότε δεν υπήρχε μυθιστόρημα. Ο Θερβάντες έγραψε αυτό που ήθελε να γράψει: αυτή είναι η γοητεία της λογοτεχνίας, ότι μπορείς να γράψεις αυτό που θέλεις. Η λογοτεχνία υπάρχει από τη στιγμή που συγκινεί τους αναγνώστες, αυτός είναι ο σκοπός της και όχι να τηρεί συγκεκριμένους λογοτεχνικούς κανόνες. Η λογοτεχνία είναι η συνενοχή του αναγνώστη με τον συγγραφέα. Οι συγγραφείς είναι το 50% της λογοτεχνίας, το άλλο 50% είναι οι αναγνώστες. Και οι αναγνώστες αγαπούν ένα βιβλίο που έχει κάτι να τους πει, που τους ανοίγει μια πόρτα προς μια διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων. Αν αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται με ένα μυθιστόρημα ή με μια αυτοβιογραφία, ελάχιστα ενδιαφέρει τον αναγνώστη.

Η «Ορδέσα» είναι ένα «ανοιχτό» μυθιστόρημα. Είναι γραμμένο κατά τρόπον ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να επιστρέφει σε αυτό χωρίς να ακολουθεί την αριθμητική σειρά των σελίδων (flash backs, παρεμβολές σκέψεων του αφηγητή, πεποιθήσεις που εκφράζονται με τη μορφή αφορισμών κ.λπ.). Είναι εσκεμμένο εκ μέρους σας;

Ναι, ήθελα το βιβλίο να μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους από τον αναγνώστη.

Και παρότι είναι ένα βιβλίο που μιλάει πολύ για το θάνατο, τελειώνοντας το ο αναγνώστης έχει μια αίσθηση αισιοδοξίας. Το επιδιώξατε;

Ναι, γιατί ήθελα να μεταδώσω στον αναγνώστη το συναίσθημα της αγάπης ενός γιου προς τους γονείς του, ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ορδέσα

 

Η «Ορδέσα», μια εντυπωσιακή κοιλάδα στα Πυρηναία, στα σύνορα της Ισπανίας με τη Γαλλία, δεν είναι γνωστή ως τοποθεσία, τουλάχιστον στο ελληνικό κοινό. Γιατί την επιλέξατε ως τίτλο του βιβλίου;

Γιατί ήταν ένα μέρος που αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου. Πηγαίναμε εκεί τις Κυριακές του καλοκαιριού, καθώς στο χωριό μου, στο Μπαρμπάστρο της Αραγωνίας, έκανε πάρα πολλή ζέστη - ενώ στα βουνά είχε δροσιά, είχε δέντρα, ποτάμια. Έβλεπες ακόμη και χιόνι στις βουνοκορφές. Η Ορδέσα έχει, ευτυχώς, ανακηρυχθεί εθνικό πάρκο, προστατεύεται, κανείς δεν μπορεί να παρέμβει για να αλλάξει κάτι εκεί. Το τοπίο σήμερα είναι ίδιο με αυτό που έβλεπα εγώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960.  Είναι πολύ ωραία η ιδέα ότι αυτό το τοπίο, αυτή η τοποθεσία παραμένει ανέγγιχτη, ότι είναι η ίδια που αντίκριζε ο πατέρας μου όταν ήταν νέος, η ίδια που έβλεπα εγώ όταν ήμουν μαζί του και παραμένει η ίδια που έδειξα και εγώ στα παιδιά μου.

Στο μυθιστόρημα αναφέρεστε στην κοινωνική καταγωγή σας και σε μια Ισπανία που άλλαζε και η οποία πλέον δεν υπάρχει. Ως παιδί, αντιλαμβανόσαστε αυτές τις αλλαγές;

Καταλάβαινα ότι ανήκα σε μια μεσαία τάξη που προόδευε τη δεκαετία του 1960, μέχρι το 1973-75- Ο πατέρας μου αγόρασε αυτοκίνητο, το χρειαζόταν για τη δουλειά του, ήταν πλανόδιος έμπορος. Αγοράσαμε πλυντήριο ρούχων, τηλεόραση. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε διακοπές στη θάλασσα. Αυτή ήταν η ζωή της μεσαίας τάξης στην Ισπανία, η περιώνυμη «ανάπτυξη της δεκαετίας του 1960». Άρχισαν να έρχονται τουρίστες, η χώρα ανοιγόταν στον κόσμο και η οικονομία της αναπτυσσόταν. Η περίοδος αυτή συνέπεσε με τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο. Μετά την παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση του 1973, και κυρίως μετά το 1975, η μεσαία τάξη περιορίστηκε. Οι δουλειές του πατέρα μου άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά. Ήταν έμπορος, πουλούσε υφάσματα σε ράφτες για τους πελάτες τους που ήθελαν να ράψουν κοστούμια στα μέτρα τους. Μετά το 1975, όμως οι άνθρωποι προτιμούσαν πια να αγοράσουν ένα έτοιμο κοστούμι, αντί να το ράψουν, οπότε η δουλειά του πατέρα μου ήταν καταδικασμένη.

Σε αυτή την Ισπανία που άλλαζε, κατέφθασε, μεταξύ άλλων, και το ροκ εν ρολ. Είναι αλήθεια ότι θεωρείτε σπουδαίο το ρόλο του ροκ εν ρολ;

Το ροκ εν ρολ με βοήθησε να καταλάβω ότι ζούσα σε μια χώρα που ήταν οπισθοδρομική. Άκουγα τα βρετανικά και τα αμερικανικά ροκ συγκροτήματα που έφερναν έναν νέο άνεμο, χάζευα τα εξώφυλλα των δίσκων τους και αναρωτιόμουν «τι είναι αυτό!». Στο χωριό μου κανείς δεν ντυνόταν όπως οι ρόκερ. Καταλάβαινα ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ανήκαν σε έναν κόσμο πιο προηγμένο, με περισσότερες ελευθερίες, έναν κόσμο στον οποίο ήθελα να ζω. Αργότερα, τη δεκαετία του 1980, έκανε την εμφάνισή της και η ισπανική ποπ. Ήταν πια η περίοδος που η Ισπανία, μέσα σε δέκα μόλις χρόνια,  μεταμορφώθηκε σαν από θαύμα σε μια άλλη χώρα.

Στον πάνθεον του ροκ ξεχωρίζει για σας ο Λου Ρηντ. Το 2016 κυκλοφορήσατε ένα βιβλίο με τίτλο «Ο Λου Ρηντ ήταν Ισπανός». Από πού προέρχεται η αγάπη σας για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη;

Το 1975 ήμουν 12 χρονών, όταν έπεσε στα χέρια μου ο δίσκος του Λου Ρηντ, Rock and Roll Animal. Δεν έμοιαζε με τίποτε από ό,τι είχα ακούσει ώς τότε, ούτε με τους Beatles ούτε με τους Rolling Stones. Με γοήτευσε πολύ η φωνή και η μουσική του. Ο Λου Ρηντ ερχόταν συχνά στην Ισπανία, τον έχω δει πολλές φορές σε συναυλίες και, κάθε φορά που τον έβλεπα, καταλάβαινα ότι γερνούσε. Όμως γερνούσε καλά. Με ενδιαφέρουν πολύ οι άνθρωποι που έχουν τη σοφία να γερνούν καλά. Και ο Λου Ρηντ την είχε. Το βιβλίο που έγραψα αφορά το θάνατο του [το 2013], το πώς ένας ήρωας του ροκ εν ρολ πεθαίνει ενώ τον νομίζουμε αθάνατο. Είναι αυτός ο ρομαντισμός του ροκ εν ρολ που θέλει τους ήρωές του αθάνατους - ένας ρομαντισμός που διαψεύδεται. Με το θάνατο αυτών των ηρώων πεθαίνει και ένα κομμάτι της νεότητάς μας. Αυτό αισθάνθηκα όταν πέθανε ο Λου Ρηντ.

Ο Λου Ρηντ ήταν Αμερικανός. Σας ενδιαφέρει η αμερικανική ποπ κουλτούρα;

Ναι, γιατί στοχεύει στην καρδιά των ανθρώπων, είναι μια κουλτούρα ζωντανή. Δεν κάνω διάκριση ανάμεσα στην ποπ κουλτούρα και την υψηλή κουλτούρα, δεν βρίσκω ότι υπάρχουν τέτοιου είδους αποστάσεις στον πολιτισμό: για μένα η μουσική του Πρίσλεϋ και τα γραπτά του Φρόυντ, τα τραγούδια του Ντύλαν και η ποίηση του Σαίξπηρ είναι ισότιμες πολιτιστικές εκφάνσεις. Η διάκριση μεταξύ λαϊκού και υψηλού πολιτισμού κόστισε στην Ισπανία, γιατί οι υπερασπιστές της συγκροτούσαν δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ευτυχώς, αυτού του τύπου οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει.

Είχατε την ευκαιρία να έρθετε σε άμεση επαφή με την αμερικανική ποπ κουλτούρα καθώς, σχετικά πρόσφατα, μέχρι το 2018, ζήσατε για τέσσερα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πώς ήταν η εμπειρία σας;

Έζησα σας ΗΠΑ αλλά όχι στη Νέα Υόρκη, αυτή που γνωρίζουμε από τις ταινίες, η οποία ψηφίζει μαζικά Δημοκρατικούς. Έζησα στην Αϊόβα, στις μεσοδυτικές πολιτείες, στη βαθιά Αμερική, αυτή που ενίοτε ψηφίζει Δημοκρατικούς αλλά φέτος ψήφισε υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ.

Η νίκη του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν στις φετινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ σας εμπνέει αισιοδοξία;

Αισιοδοξία και την ελπίδα ότι οι άνθρωποι μπορεί να ανακτήσουν την πίστη τους στην πολιτική. Η θητεία του Τραμπ υπήρξε ένα συνεχές αδιέξοδο, ο Τραμπ οδηγούσε τις ΗΠΑ στην άβυσσο συμπαρασύροντας όλη την υφήλιο. Έχω βεβαίως ορισμένες επιφυλάξεις για το τι μπορεί να σκαρφιστεί ο Τραμπ μέχρι την αποχώρηση του. Το σημαντικό πάντως είναι να φύγει. Και πιστέψτε με, τέσσερις μήνες μετά την απομάκρυνσή του από την προεδρία των ΗΠΑ, κανείς δεν θα θυμάται τις ανοησίες που έλεγε ότι του έκλεψαν την εκλογή, ότι έγινε νοθεία. Μην ξεχνάμε ωστόσο ότι ο Μπάιντεν είναι μεν Δημοκρατικός αλλά είναι ένας συντηρητικός πολιτικός, ένας μετριοπαθής συντηρητικός και σε καμία περίπτωση «σοσιαλιστής», όπως τον αποκαλούσε ο Τραμπ. Η νέα αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, η Κάμαλα Χάρις, είναι ίσως εκείνη που μπορεί να επιφέρει ανανέωση στην αμερικανική πολιτική, δεδομένου ότι δεν είναι συντηρητική όπως ο Μπάιντεν, είναι έως και κεντροαριστερή, πάντα βεβαίως με αμερικανικούς όρους. Γιατί δεν μπορούμε να αναζητήσουμε παραλληλισμούς μεταξύ της αμερικανικής πολιτικής και της πολιτικής όπως τη γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Η αμερικανική οικονομία της αγοράς, ο σκληρός αμερικανικός καπιταλισμός δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ευρωπαϊκό. 

Δεν είστε πάντως εναντίον του καπιταλισμού. Σε παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε πει μια φράση που τη συγκράτησα, ότι «ο σκοπός της δημοκρατίας είναι η πολυτέλεια».

Εννοούσα ότι η πολιτική πρέπει να επιδιώκει να φέρει ευμάρεια σε όλους, στην μεσαία τάξη. Δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές επιλογές πλην του καπιταλισμού. Αυτό που χρειάζεται είναι η εκάστοτε κυβέρνηση, είτε κεντροδεξιά είτε κεντροαριστερή, να προσπαθήσει, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, να ασκήσει πολιτική που να έχει αποτέλεσμα τη βελτίωση της ζωής της μεσαίας τάξης. Μάλιστα, μερικές φορές η Αριστερά δεν το αντιλαμβάνεται αυτό. Η σημερινή ισπανική Αριστερά, για παράδειγμα, ενδιαφέρεται περισσότερο να πείσει τους πολίτες ότι αυτή «είναι η καλή» και λιγότερο να εστιάσει στην ανάπτυξη της χώρας. Δεν μπορεί η Αριστερά να θεωρεί έγκλημα τον πλούτο. Αν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, τότε πλήττει ευθέως τη μεσαία τάξη. Δεν γίνεται να υποχρεώνεις τους πολίτες να δουλεύουν περισσότερο και να τρώνε λιγότερο, ούτε να έχουν χαμηλότερους μισθούς. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί οι πολίτες της μεσαίας τάξης δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση στην πολυτέλεια, με την έννοια και της ομορφιάς: να μπορούν να ταξιδεύουν, να αγοράζουν ωραία ρούχα, παπούτσια, αρώματα. Υπάρχει εδώ ένα λεπτό ζήτημα: η Αριστερά δεν καταβάλλει προσπάθεια να αντιληφθεί πώς έχουν τα πράγματα, περιορίζεται μονάχα να λέει ότι οι δικοί της πολιτικοί, οι δικοί της άνθρωποι είναι καλύτεροι και ότι οι δεξιοί είναι οι κακοί — πρόκειται για αντίληψη της πολιτικής με θεολογικούς όρους. Η ισπανική πολιτική έχει σήμερα εξελιχθεί σε έναν ασταμάτητο καβγά μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς. Ο μέσος πολίτης όμως δεν ενδιαφέρεται για αυτό τον καβγά, ζητάει από τους πολιτικούς να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει, να τον βοηθήσουν να βελτιώσει τη ζωή του.

Ο καβγάς αυτός συνεχίζεται και εν μέσω πανδημίας;

Δυστυχώς, γιατί τα πάντα έχουν πολιτικοποιηθεί και έχουν εγκαταλειφθεί οι ιδέες της προόδου, του εκσυγχρονισμού, της παραγωγής πλούτου. Κάποια στιγμή, ανέφερα στο twitter ότι με τους σημερινούς μισθούς στην Ισπανία, με έναν μισθό της τάξης των 1.000 ευρώ, ένας πολίτης έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ελάχιστα βιβλία. Δέχτηκα καταιγισμό επικριτικών απαντήσεων. «Γι' αυτό υπάρχουν οι δημόσιες βιβλιοθήκες», μου έγραψαν πολλοί. Αυτό όμως που ήθελα να πω είναι ότι, με αυτούς τους μισθούς, οι πολίτες δεν μπορούν να ξοδεύουν χρήματα ούτε για βιβλία ούτε για άλλα πολιτιστικά αγαθά. Οι επικριτές μου δεν κατάλαβαν τίποτε: οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να αγοράζουν βιβλία, έχουν δικαίωμα να τα έχουν στο σπίτι τους, να δημιουργούν τις δικές τους βιβλιοθήκες. Αν έχουν τη δυνατότητα μόνο να δανείζονται βιβλία από τις δημόσιες βιβλιοθήκες, τότε οι εκδοτικοί οίκοι θα καταρρεύσουν! Είναι παράλογο, είναι αντίληψη σταλινική. Υπάρχει επίσης το ζήτημα της τιμής των βιβλίων. Τα βιβλία κοστίζουν, είναι ακριβά.

Η υψηλή τιμή του βιβλίου τι αντίκτυπο έχει;

Στην Ισπανία το ποσοστό των ανθρώπων που διαβάζουν είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Σε χώρες που βιώνουν οικονομική κρίση πάντα το ποσοστό των πολιτών που διαβάζουν θα παραμένει χαμηλό. Το υψηλότερο ποσοστό αναγνωστών στην Ευρώπη είναι της Γερμανίας, γιατί διαθέτει περισσότερα χρήματα. Σε μια χώρα που ευημερεί είναι λογικό οι πολίτες να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στα βιβλία και γενικά στον πολιτισμό. Εξυπακούεται βέβαια ότι η πνευματική καλλιέργεια μιας χώρας συνδέεται και με την ύπαρξη καλών πανεπιστημίων και καλής δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης.

Εργαστήκατε για περισσότερα από 20 χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση, διδάσκοντας ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία. Πώς αποφασίσατε να την εγκαταλείψετε για να αφιερωθείτε αποκλειστικά στη συγγραφή; Δεν ήταν μεγάλο το ρίσκο;

Ήταν τεράστιο το ρίσκο. Ήμουν 50 ετών και σκέφτηκα ότι, αν δεν επιχειρήσω τώρα να αφιερωθώ στο γράψιμο, δεν θα το επιχειρήσω ποτέ. Ασφαλώς και ήταν μια απόφαση παρακινδυνευμένη. Θα ήθελα όμως να πω στους αναγνώστες ότι αν θέλετε να κάνετε κάτι στη ζωή σας και δεν το κάνετε εξαιτίας της οικονομικής ανασφάλειας θα πεθάνετε χωρίς να το έχετε καν προσπαθήσει. Κατανοώ απολύτως τι σημαίνει να έχεις μισθό, να φοβάσαι μήπως περιέλθεις σε ένδεια, έζησα έτσι για πολλά χρόνια. Αν όμως φτάσεις τα 50 και έχεις ένα όνειρο στη ζωή αξίζει να το κυνηγήσεις. Αυτό θα ήθελα να πω στους αναγνώστες, να προσπαθήσουν να εκπληρώσουν τα όνειρά τους.

Η πανδημία καθιστά ίσως μεγαλύτερη την ανάγκη να προσπαθήσει κανείς να εκπληρώσει τα όνειρά του;

Η πανδημία ήταν και εξακολουθεί να είναι κάτι φρικτό, επιπλέον γιατί προκαλεί φόβο, φόβο για τα πάντα. Μας έκανε να αναθεωρήσουμε την άποψη μας για το σύστημα υγείας στην Ισπανία, το οποίο θεωρούσαμε πολύ καλό και αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο καλό. Σε σχέση με το πρώτο κύμα της πανδημίας την περασμένη άνοιξη, η κατάσταση στην Ισπανία είναι τώρα κάπως καλύτερη, αλλά η οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία είναι παρούσα: οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι έμποροι, οι εστιάτορες, οι ιδιοκτήτες μικρών εμπορικών επιχειρήσεων βλέπουν ότι οδεύουν προς την οικονομική καταστροφή. Το πρώτο μέλημα πάντως παραμένει να σωθούν ανθρώπινες ζωές. Είχαμε πάρα πολλούς νεκρούς από κορωνοϊό στην Ισπανία.

Επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, εκτός από τα μυθιστορήματα που έχετε γράψει, έχετε κυκλοφορήσει και εννέα ποιητικές συλλογές. Μια εξ αυτών τιτλοφορείται «Gran Vilas» (Ο Μεγάλος Βίλας, 2016) και μεταφράστηκε στα αγγλικά. Αναζητώντας ποίηση σας στο Διαδίκτυο, διάβασα ένα ποίημα σας για τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τον συγκατελέγετε στις λογοτεχνικές σας επιρροές;

Ο τίτλος της συλλογής είναι προφανώς ειρωνικός. Θέλησα να χρησιμοποιήσω το επώνυμο μου, ένα συνηθισμένο ισπανικό επώνυμο, και βάζοντας μπροστά απ' αυτό το «Μεγάλος» να του προσδώσω έναν δήθεν αριστοκρατικό χαρακτήρα. Ο τίτλος Ο Μεγάλος Βίλας πράγματι παραπέμπει στον Μεγάλο Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ, ένα μυθιστόρημα που μου αρέσει πολύ. Την περίοδο που έγραφα τα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής αισθανόμουν επηρεασμένος από τον Φιτζέραλντ. Η επιρροή όμως αυτή δεν υφίσταται στην Ορδέσα.

Στην «Ορδέσα» αναφέρεστε συχνά στο κίτρινο χρώμα. «Το κίτρινο χρώμα κατέκλυζε το όνομα Ορδέσα», γράφετε ήδη στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Τα εξώφυλλα, τόσο της ισπανικής όσο και της ελληνικής έκδοσης, είναι κίτρινα και υποκίτρινα αντιστοίχως. Γιατί η συγκεκριμένη επιλογή;

Ήθελα το μυθιστόρημα να μπορεί να συνοψιστεί σε ένα χρώμα, γιατί τα χρώματα εκφράζουν μια ψυχική κατάσταση. Σκέφτηκα το κίτρινο επειδή είναι ένα χρώμα που συμβολίζει τη νοσταλγία, τη μνήμη, το παρελθόν. Το κίτρινο εκφράζει επίσης και την πλευρά του παραλόγου που όλοι κρύβουμε μέσα μας, ακόμη ίσως και την τρέλα, το κίτρινο ως ένα είδος αρχαιοελληνικής ύβρεως.

Έτικέττες:
Manuel Vilas
,
The Books’ Journal
,
Ορδέσα
,
Συνέντευξη