Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος για το λυτρωτικό του «Σάλτο Μορτάλε».

Συνεντεύξεις Νοέμβριος 14, 2022

Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Ανδρέας Νικολακόπουλος στον Μιχάλη Παπαγεωργίου για την εφημερίδα Νεολόγος, με αφορμή την έκδοση της νέας του συλλογής διηγημάτων Σάλτος.

Σάλτος

Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος ανήκει στη νέα γενιά συγγραφέων που γυμνά, απροκάλυπτα και με θράσος ανακαλύπτουν και πάλι κάτι αρχέγονο και συνδετικό με το χώμα που πατάμε, κάτι που δίνει μια μορφή ώθησης στην ελληνική λογοτεχνία που τώρα τελευταία πρέπει να δούμε γιατί δε «πουλάει στο εξωτερικό» λες και έχουμε κλείσει τους εδώ λογαριασμούς μας. Στη προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του «Αποδοχή κληρονομιάς» αλλά και εδώ, στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Σάλτος» ο συγγραφέας χωρίς δίχτυ ασφαλείας περπατά σε ένα τεντωμένο , παρελθοντικό σχοινί χωρίς να παλεύει για το εφέ αλλά για την άλλη άκρη. Διηγήματα- λεπίδες που δεν ξεχνιούνται εύκολα και προοικονομούν προσμονή και περιέργεια για τη συνέχεια. Μιλήσαμε μαζί για τις ουσιώδεις διαφορές λογοτεχνικών γενιών, την διαρκή υποτίμηση του διηγήματος  και γιατί οι ένοχες απολαύσεις είναι α πριόρι αθώες.

Στο προηγούμενο βιβλίο σου την «Αποδοχή κληρονομιάς» αναδυόταν μια μυρωδιά χώματος. Εδώ η όσφρηση με οδήγησε σε κάτι δυσώδες αλλά συνάμα ευεργετικό, σα να είσαι κοντά σε ιαματικά λουτρά. Ποια είναι το κύρια συστατικά του Σάλτου;

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Σάλτου είναι το πανάρχαιο σκοτάδι, οι εσωτερικές διαμάχες, η δυσβάσταχτη επιστροφή, οι νοητικές παρεκτροπές, τα ψυχεδελικά όνειρα, οι χαμένες ευκαιρίες και η φύση του ανθρώπου που έχει την τάση να διαφθείρεται.

Αποφεύγεις το αστικό τοπίο για φόντο των ιστοριών σου με τρόπο σχεδόν επιδεικτικό. Βουνοπλαγιές, χωριά, κωμοπόλεις από άκρη σε άκρη της Ελλάδας αλλά και του κόσμου γενικότερα είναι το ταμπλό σου. Στο τέλος όμως… Κρανίου τόπος. Γιατί αγαπάς να ρίχνεις μαύρες πιτσιλιές;

Δεν γίνεται κάτι επί τούτου. Νομίζω πως τα ερημωμένα χωριά, τα απάτητα φαράγγια, οι αχανείς πεδιάδες, τα καμμένα ή ομιχλώδη δάση είναι πιο ατμοσφαιρικά και σκοτεινά από μια ολοφώτιστη πόλη. Τουλάχιστον στην πρώτη θέα τους. Όσον αφορά τις «μαύρες πιτσιλιές» είναι θέμα οπτικής. Προσωπικά μου φαίνεται πως μέσα σε εκείνη τη σκληράδα, τη δυστοπία και το σκοτάδι των διηγημάτων ξεπετάγεται ένα φως και μια ελπίδα μα και πάλι είναι θέμα από που το βλέπεις.

Πόσο πολύ αγαπάς την Ελληνική γλώσσα; Τις ντοπιολαλιές; Τις παράξενες λέξεις; Τις διαλέκτους; Τι μαρτυρά αυτό για σένα και τι είναι αυτό που σε ενοχλεί(;) στη λογοτεχνική λίνγκουα της γενιάς σου;

Είναι ξεκάθαρο πως αγαπάω τα παιχνίδια με τις λέξεις, τους αυτοσχεδιασμούς και τις εύηχες δημιουργίες στο όνομα της χρηστικότητας, τις χαμένες ντοπιολαλιές, τις περιγραφικές υπερβολές. Αν κάτι μαρτυρά αυτό για μένα είναι η θέλησή μου να σωθεί κάτι και να μην ισοπεδωθούν τα πάντα στο όνομα της ευκολίας και της ταχύτητας. Όσον αφορά το τι με ενοχλεί στη λογοτεχνική λίνγκουα της γενιάς μου θα πω τίποτα. Ίσως με ενοχλούν περισσότερα στις παλιότερες γενιές. Για την ακρίβεια νομίζω πως η γενιά μου τα πάει καλύτερα από τις προηγούμενες και ας μην είναι τόσο δημοφιλής η λογοτεχνία στις μέρες μας. Η δική μου γενιά δεν ωραιοποιεί και δεν στρογγυλεύει. Γνωρίζει τους εχθρούς της και δεν εξάγει κάτι που δεν είναι.  Και αυτό είναι κύριο χαρακτηριστικό της που σέβομαι.

Οι επιρροές σου και αγάπες είναι σκόρπιες στα βιβλία σου για κάποιον έμπειρο αναγνώστη –ιχνηλάτη, Ρεμπώ και Σαχτούρης μου έρχονται πρόχειρα στο νου. Κρύβεις κάποια ένοχη απόλαυση στα διαβάσματά σου ή στα ακούσματά σου; Ακούς μουσική όταν γράφεις;

Ένοχη απόλαυση δεν έχω γιατί δεν νιώθω ενοχικά με ότι με κάνει να νιώθω καλά διαβάζοντας το ή ακούγοντας το. Άλλωστε θα ήταν πιο βασανιστικό να διαβάζω κάτι και να προσποιούμαι πως μου αρέσει ή το σέβομαι γιατί είναι κοινωνικά αποδεκτό ή τιμήθηκε με Νόμπελ και βραβεία Γκράμυ. Μουσική δεν ακούω όταν γράφω γιατί είναι πολύ σημαντική για εμένα και με αποσπά από οτιδήποτε άλλο. Αφήνω χώρο και χρόνο στη κάθε διαδικασία που της αρμόζει.

Το διήγημα είναι ρούχο που φαίνεται πως τ΄ αγαπάς, το φοράς και δε «σκίζεις φόδρα». Είσαι έτοιμος για μεγαλύτερη φόρμα;

Για να είμαι ειλικρινής με ενοχλεί μέσα μου το γεγονός πως η μεγαλύτερη φόρμα είναι το παραπάνω σκαλί της καταξίωσης και πως το διήγημα είναι απλά μια αρχή. Θεωρώ τη μικρή φόρμα εξίσου σημαντική και σαφώς δυσκολότερη τεχνικά. Όταν καλείσαι σε δύο χιλιάδες λέξεις να δημιουργήσεις μια ατμόσφαιρα, ένα γεγονός, κάποιο συγκινησιακό ύφος, να πλάσεις χαρακτήρες και να γεννήσεις συναισθήματα τότε τα όρια στενεύουν και η γνώση  της τέχνης της πύκνωσης και της υπόγεια γραφής οφείλει να είναι κατεκτημένη. Δεν νομίζω ότι ρώτησαν ποτέ μεγάλους ποιητές γιατί δεν αφήνουν την ποίηση να γράψουν μυθιστόρημα ή τον Μπόρχες και άλλους μεγάλους διηγηματογράφους γιατί δεν δοκιμάζονται σε κάτι μεγαλύτερο. Αν όμως μέσα μου νιώσω την ανάγκη να απλώσω τη γραφή θα το κάνω. Μα σε καμία περίπτωση γιατί το θεωρώ σαν εξέλιξη των δυνατοτήτων μου. Θεωρώ το διήγημα ύψιστη μορφή έκφρασης και ισάξιο αν όχι λίγο παρακάτω της ποίησης.

Ανδρέα, τι σε κάνει να γελάς;

Με κάνει να γελάω ο σκύλος μου που με μαθαίνει να αγαπάω και το γεγονός πως μετά από μια τέτοια παρανοϊκή εποχή παραμένουμε υγιείς σωματικά και ψυχικά.

Σάλτος

Έτικέττες:
Ανδρέας Νικολακόπουλος
,
Σάλτος