Η βραβευμένη Καναδή συγγραφέας, που «προφήτεψε» μια πανδημία το 2014, με την αφορμή της κυκλοφορίας του νέου της βιβλίου, Το γυάλινο ξενοδοχείο, μιλάει στο Marie Claire και τη Λένα Παπαδημητρίου για την τέχνη της επιβίωσης, το να μορφώνεις παιδιά στο σπίτι και τα μαθήματα που πήρε από το ΜeToo.
Τρία χρόνια έκλεισε το MeToo στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τι διδαχθήκατε προσωπικά από το κίνημα;
Για να είμαι ειλικρινής, το ΜeToo ήταν ένα σοκ για μένα. Ο λόγος είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου το πέρασα πιστεύοντας ότι η παρενόχληση είναι απλά κάτι που συμβαίνει, ότι είναι κάτι που πρέπει αργά ή γρήγορα να αντιμετωπίσεις, κάτι που σπάνια έχει αληθινές επιπτώσεις σε αυτόν που ασκεί τη βία. Ενιωσα βαθιά έκπληξη όταν το MeToo έγινε πραγματικότητα και αίφνης οι θύτες κλήθηκαν να λογοδοτήσουν. Μου έδωσε ελπίδα ότι ίσως η κόρη μου να περιδιαβεί λίγο πιο εύκολα αυτόν τον κόσμο.
Σ’ εμάς εδώ στην Ευρώπη φτάνουν διαρκώς ιστορίες τρόμου, π.χ. με Αμερικανούς που δεν τολμούν ούτε να κοιτάξουν μια γυναίκα στα μάτια. Θα ήταν τραβηγμένο να πούμε ότι στις ΗΠΑ το MeToo, υπό μία έννοια, εκπυρσοκρότησε;
Τις έχω ακούσει κι εγώ αυτές τις τρελές ιστορίες που λέτε και τις βρίσκω παρανοϊκές. Οταν ακούει κανείς για άνδρες που χάνουν τη δουλειά τους ή την υπόληψή τους εξαιτίας τέτοιων ιστοριών, συνήθως πρόκειται για σωρεία κατηγοριών από πολλές γυναίκες και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν νομίζω ότι γνωρίζω κάποιον άνδρα που να πιστεύει στα σοβαρά ότι κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά ή την υπόληψή του μόνο και μόνο επειδή κοίταξε μια γυναίκα στο δρόμο ή επειδή συνεργάστηκε με μια συνάδελφο για ένα πρότζεκτ στο γραφείο.
Πιστεύετε ότι το τίμημα της πανδημίας θα είναι βαρύτερο για τις γυναίκες;
Με οικονομικούς όρους, ναι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ένας φρικτά μεγάλος αριθμός γυναικών εγκατέλειψε την τελευταία χρονιά το εργατικό δυναμικό. Δεν μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο και έπρεπε να μείνουν στο σπίτι για τη φροντίδα της οικογένειας. Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ μεγαλύτερος ο αριθμός των ανδρών που πεθαίνουν από κορωνοϊό, οπότε δεν νομίζω ότι είναι δυνατό να προβεί κανείς σε γενικεύσεις για τον αν η πανδημία έχει πλήξει περισσότερο το ένα φύλο από το άλλο.
Πείτε μου κάτι που σας έχει εντυπωθεί από την πληγείσα Nέα Υόρκη.
Καταλαβαίνω ότι μπορεί να ακουστεί κλισέ ειδικά όταν μιλάει κανείς για τη Νέα Υόρκη της πρώτης άνοιξης της πανδημίας, όμως, αυτό που εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω είναι οι σειρήνες των ασθενοφόρων. Μένω μόλις ενάμισι χιλιόμετρο από ένα νοσοκομείο και εκείνη την άνοιξη οι σειρήνες απλά δεν σταματούσαν να χτυπούν. Δεν υπήρχε στιγμή της μέρας ή της νύχτας που να μην άκουγα κάποια σειρήνα. Σε τρέλαινε. Σου γύριζε το μυαλό.
H πανδημία θα μεταμορφώσει τη φυσιογνωμία της πόλης, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα;
Ναι, αλλά δεν θεωρώ ότι αυτή η μετάλλαξη θα περιοριστεί στις πόλεις. Στη Νέα Υόρκη, όπου εγώ ζω, υπάρχουν μεν θέσεις εργασίας, αλλά το κόστος ζωής είναι εξαιρετικά υψηλό. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της υπόλοιπης Πολιτείας της Νέας Υόρκης συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Μόλις δύο ώρες βόρεια της πόλης, συναντάς εξαθλιωμένες μητροπολιτικές περιοχές, όπου οι τιμές είναι φτηνές, αλλά οι ευκαιρίες στην αγορά εργασίας είναι ελάχιστες. Τώρα μάλιστα που είναι εξαιρετικά διαδομένο, οι δουλειές που μέχρι τώρα γίνονταν στο γραφείο να «μετακομίζουν» στο σπίτι, μπορώ εύκολα να φανταστώ μεγάλο αριθμό ανθρώπων να εγκαταλείπουν τις μεγάλες πόλεις για περιοχές που δεν τους είχαν περάσει καν από το μυαλό. Δεν εννοώ βέβαια ότι οι πόλεις τέλειωσαν ή κάτι παρόμοιο. Θεωρώ, ωστόσο, ότι περιοχές της Νέας Υόρκης, οι οποίες μέχρι τώρα μονοπωλούνταν από συγκροτήματα γραφείων, όπως π.χ. το κέντρο του Μανχάταν, θα μετεξελιχθούν σε ένα πολύ πιο ενδιαφέρον κράμα γραφείων, καταστημάτων και κατοικιών.
Καθίσατε αλήθεια να σκεφτείτε τι καταφέρατε να αποδώσετε με ακρίβεια και τι όχι στη δική σας πανδημία, αυτή που σκαρφιστήκατε το 2014 για το μυθιστόρημα «Σταθμός Εντεκα»;
Ναι. Πρωτίστως το ότι πριν από την έλευση του 2020 πάντα σκεφτόμουν τις πανδημίες σαν μια δυϊστική κατάσταση, δηλαδή είτε είσαι σε πανδημία είτε δεν είσαι. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι είναι δυνατόν να υπάρχει μια μεταβατική συνθήκη, σαν αυτή που επικρατούσε στη Νέα Υόρκη από τα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου ως τις αρχές Μαρτίου. Εκείνη την περίοδο γνωρίζαμε τι ερχόταν. Παρακολουθούσαμε τις ειδήσεις που κατέφταναν από το εξωτερικό. Στην αρχή δεν υπήρχε η δυνατότητα να κάνουμε τεστ, υποψιαζόμασταν, ωστόσο, ότι ο ιός βρισκόταν ήδη ανάμεσά μας (και στην πραγματικότητα ήταν). Παρ’ όλα αυτά, πηγαίναμε τα παιδιά μας στο σχολείο, ανταλλάσσαμε χειραψίες με αγνώστους και βγαίναμε για ψώνια στα μαγαζιά χωρίς μάσκες, γιατί δεν το είχαμε απολύτως πιστέψει. Υπάρχει και κάτι άλλο που έχει να κάνει λιγότερο με το ότι «εγώ δεν το απέδωσα σωστά» και περισσότερο με το ότι «ο κόσμος έχει αλλάξει από τότε που γράφτηκε ο Σταθμός Εντεκα. Στο μυθιστόρημα π.χ. εμφανίζονται άνθρωποι ακινητοποιημένοι σε ένα αεροδρόμιο. Αποβιβάζονται από τα αεροσκάφη και συγκεντρώνονται γύρω από μια οθόνη τηλεόρασης -και να κάτι που δεν είναι πια αληθοφανές στις σημερινές ΗΠΑ-, όλοι τους ανεξαιρέτως πιστεύουν σε αυτά που βλέπουν στις ειδήσεις. Και αυτό συμβαίνει γιατί διατηρούν ακόμη την αίσθηση μιας κοινής αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας.
Στο καινούριο σας μυθιστόρημα, «Το γυάλινο ξενοδοχείο», οι χαρακτήρες διαρκώς συλλογίζονται τις πιθανές αντι-ζωές τους. Θα λέγατε ότι η πανδημία ήταν ένας βίαιος τρόπος να εξερευνήσουμε εναλλακτικούς τρόπους ζωής;
Ναι, νομίζω ότι αυτός είναι ένας σωστός τρόπος να το θέσει κανείς.
Το εναλλακτικό σύμπαν μέσα στο οποίο πολλές φορές ζει -νοερά- ο κεντρικός ήρωας όταν πηγαίνει στη φυλακή μού θύμισε τους τρόπους που όλοι επινοούμε αυτή την περίοδο για να επιβιώσουμε, όντας εγκλωβισμένοι στα σπίτια μας.
Αυτό που έχω βρει εξαιρετικά ενθαρρυντικό την τελευταία χρονιά είναι ο βαθμός στον οποίο πολύς κόσμος επιστρέφει στα βιβλία. Ζω στο Μπρούκλιν που διαθέτει καταπληκτικά βιβλιοπωλεία. Πας να επισκεφθείς τις ιστοσελίδες τους και βρίσκεσαι μπροστά σε ένα μήνυμα που σε ενημερώνει ότι εξαιτίας του καταιγιστικού ρυθμού παραγγελιών, η παράδοση είναι πολύ πιθανό να καθυστερήσει. Τρελαίνομαι να το βλέπω αυτό, μόνο και μόνο για να μου επιβεβαιώνει ότι δεν είμαι η μόνη που αυτή την περίοδο «δραπετεύει» στη λογοτεχνία.
Είναι αλήθεια ότι σε μια άλλη ζωή ήσασταν χορεύτρια στο Τορόντο του Καναδά;
Ναι. Γεννήθηκα στον Καναδά και σπούδαζα χορό στο Τορόντο προτού μετακομίσω στη Νέα Υόρκη. Δεν έχω καμία τυπική εκπαίδευση ως συγγραφέας. Οπότε αναλογίζομαι τις διαφορετικές κατευθύνσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει και η δική μου ζωή. Το να είμαι χορεύτρια στο Τορόντο ακούγεται πιο πιστευτό από το ότι είμαι μυθιστοριογράφος στη Νέα Υόρκη!
Η «Περιπλανώμενη Συμφωνία» στο προηγούμενο βιβλίο σας υπενθυμίζει τη σημασία της τέχνης ακόμα και μετά το τέλος του κόσμου. Γιατί οι καλλιτέχνες έχουν πληγεί τόσα βαριά, κάποιοι θεωρούν ανεπανόρθωτα, από την πανδημία;
Νομίζω ότι είναι λογικό να πει κανείς ότι οποιαδήποτε μορφή τέχνης που τυπικά λαμβάνει χώρα ζωντανά -και απαιτεί πρόβες με φυσική παρουσία- είναι αναπόφευκτο να τραυματιστεί σοβαρά. Άλλωστε και η ίδια η «Περιπλανώμενη Συμφωνία» δεν παίρνει τους δρόμους ενώ μαίνεται η πανδημία, αλλά 20 χρόνια αργότερα.
Η πεντάχρονη κόρη σας έχει, υποθέτω, και αυτή… κάτι αιώνες να πάει σχολείο. Σας έχει βοηθήσει σε αυτό η προσωπική σας εμπειρία, δεδομένου ότι κι εσείς ως παιδί είχατε λάβει εκπαίδευση κατ’ οίκον;
Το γεγονός ότι εγώ μορφώθηκα στο σπίτι δεν έχει υπάρξει ιδιαίτερα βοηθητικό στα πρακτικά ζητήματα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ιδέα πώς να διδάξω γραφή και ανάγνωση, απλά μαθαίνω κι εγώ στην πορεία. Ίσως, από την άλλη πλευρά, η πείρα μου να με κάνει να ανησυχώ λιγότερο από τους άλλους γονείς για τις μακροπρόθεσμες παρενέργειες του homeschooling.
Τελικά ανατρέφουμε τη λεγόμενη «κατεστραμμένη» γενιά;
Για μένα η θλιβερή αλήθεια είναι όλο αυτό θα οξύνει τις ανισότητες ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Η κόρη μου απολαμβάνει πολλά προνόμια και νομίζω ότι θα τα καταφέρει μια χαρά. Είμαι, όμως, πολύ λιγότερο βέβαιη για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτής της πανδημίας στα παιδιά που ζουν στα καταφύγια των αστέγων της Νέας Υόρκης, κάποια από τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τηλεμαθήματα, διότι δεν διαθέτουν υπολογιστές ή το WiFi τους δεν είναι αρκετά γρήγορο.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή σας στους «Financial Times» είπατε ότι «είναι κάπως ταμπού να μιλάει κανείς για το χρήμα». Γιατί έχουμε την τάση να εξισώνουμε το χρήμα με τη φαυλότητα ή την αδικία;
Γιατί εν μέρει το ερώτημα «ποιος θα γίνει τελικά πλούσιος;» είναι τόσο θεμελιωδώς άδικο. Τόσοι άνθρωποι με πλούτο απλά γεννιούνται μέσα σε αυτόν, και ακόμα και όταν δεν είναι… εκ γενετής πλούσιοι, δεν παύει να ενυπάρχει στο γεγονός αυτό καθαυτό ένα έντονο στοιχείο αδικίας. Τυγχάνει να γνωρίζω πολλούς ευκατάστατους ανθρώπους που έχουν δουλέψει πολύ σκληρά για να αποκτήσουν την περιουσία τους. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν έχουν εργαστεί πιο σκληρά, π.χ., από τις γυναίκες που προσέχουν τα παιδιά τους. Θεωρώ, πάντως, ότι έχουμε εξασκηθεί από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο στο να εξισώνουμε τον πλούτο με το φαύλο. Σκεφθείτε απλά τους κακούς στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ. Είναι συνήθως άψογα ντυμένοι και περιστοιχίζονται από θαλαμηγούς και ελικόπτερα.
Αλήθεια, τι είδους λογοτεχνία θα γεννήσει η πανδημία; Η εμπειρία πάντως από άλλες (όπως αυτή του 1918) έχει δείξει ότι προσφέρουν φτωχή πρώτη ύλη.
Είναι, ξέρετε, ενδιαφέρον ότι εγώ έχω αρχίσει να γράφω επιστημονική φαντασία, ενώ πρόσφατα συνάντησα δύο ακόμη συγγραφείς που κάνουν ακριβώς το ίδιο. Οσον αφορά τη θεματική, δηλαδή, θεωρώ ότι αυτή η πανδημία οδηγεί όσους γράφουν λογοτεχνία μακριά από τον πλανήτη.
Ένα πράγμα που άλλαξε στη φιλοσοφία σας τον τελευταίο χρόνο;
Πάντα μου άρεσε να προγραμματίζω με ακρίβεια τα μελλοντικά σχέδιά μου. Προετοιμάζω π.χ. τα ταξίδια μου έξι μήνες νωρίτερα. Τώρα, όμως, τίποτα δεν είναι καθαρό όσον αφορά το μέλλον και είναι σχεδόν αδύνατο να καθίσεις να σχεδιάσεις εκ των προτέρων. Επομένως, η πρόκληση της τελευταίας χρονιάς ήταν να βρω κάποιον βαθμό ηρεμίας μέσα στην αβεβαιότητα.