Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση

Κριτικές Μάϊος 28, 2013

Πάνος Θεοδωρίδης – Παρουσίαση στην 10η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, Σάββατο, 18 Μαϊου 2013

Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση

Ο Ίκαρος εκδίδει την αλληλογραφία Φόρστερ-Καβάφη. Ο τόμος παρουσιαστηκε Αγγλιστί το 2009 από το Αμερικανικό πανεπιστήμιο του Καϊρου, με την επιμέλεια και τα σχόλια του Πήτερ Τζέφρις. Φέτος, είναι η σειρά της ελληνικής έκδοσης.

Οι 86 επιστολες στο βιβλίο  προέρχονται πρωτίστως από το αρχείο Καβάφη ενώ ένα μέρος βρίσκεται στο King’s College στο Καίμπριτζ και άλλες δύο πηγές. Οι 52 είναι επιστολές και σχέδια επιστολών μεταξύ τους. Αν και η μεταξύ τους αλληλογραφία παρουσιάζει αριθμητικήν ισορροπία, αυτός που μιλάει και εκφράζεται είναι ο Φόρστερ, αυτός που ακούει και ευγενικά απωθεί ή σχολιάζει  με αβρότητα είναι ο Καβάφης -μια εικόνα που γίνεται ακόμη πιο έντονη από την σωζόμενη μορφή των επιστολών του ποιητή: πρόκειται για προσχέδια, που διατήρησε το αρχείο του, με διορθώσεις, διαγραφές και μορφή εργοταξίου.Οι αυθεντικές  επιστολές του έχουν χαθεί.

Ο επιμελητής  είναι φειδωλός στην διαγραφή των ορίων που έθεσε για να μη παρουσιάσει λιγότερα ή περισσότερα τεκμήρια στην σύνθεση του έργου, αλλά οι ήρωες του τόμου, όπως οι εκδότες της εποχής, ο Τόυνμπη, ο Τόμας Ελιοτ, ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, οι διαχειριστές του αρχείου Καβάφη μετά θάνατον και άλλα πρόσωπα, εκφράζουν πειστικά χωρίς καλλυντικές ή περιττές προσθήκες το πλαίσιο αυτής της αλληλογραφίας.

Μόνον βιαστική νεοελληνική αποτίμηση (που αποφεύγεται ευτυχώς χάρη στην πρόδηλη επάρκεια του επιμελητή) θα έφτανε στο συμπέρασμα πως έχουμε εδώ έναν καβγά ευγενών ψυχών περι διαγραμμάτου, τουτέστιν για την άδεια έκδοσης των ποιημάτων του Καβάφη ως σώματος, στην μεγάλη και επιδραστικη αγγλόφωνη αγορά. Είναι σαφές πως ο Καβάφης δεν πολυθέλει και μετά από ένα διάστημα δεν θέλει καθόλου, όπως είναι επίσης σαφές ότι ο Φόρστερ το πιάνει το υπονοούμενο, αλλα συνεχίζει ως το τέλος της ζωής του ποιητή να του γράφει, αφ΄ενός επειδή υπάρχουν λόγω του Φόρστερ δημοσιεύσεις ποιημάτων σε πασίγνωστα περιοδικα, που ο Καβάφης αρέσκεται να εγκρίνει, αφ΄ετέρου επειδή είναι διαφορετικών εκρήξεων άνθρωπος, καταπώς λέει ο Τζακ Νίκολσον υποδυόμενος τον συγγραφέα σε ένα φιλμ: last word freak. Συγχωρητέον, φαντάζομαι, αμπλάκημα για τον Καβάφη, που εκτός από το άμεσο, θερμό λεκτικό cameo του Καζαντζάκη για το έργο του, δεν χάρηκε δα και πολλους εσωστρεφείς χαρακτήρες στον Περίπατο των Ποιητών.

Η έκδοση που παρουσιάζω, έγινε, μετά ολίγων εβδομάδων κυκλοφορία, ευμενώς δεκτή στην ελληνική αγορά των ιδεών (αυτό που λέγαμε παλαιά «πνευματικό κόσμο») και δεν είναι  μόνον η εγγύηση των επιλογών του ΄Ικαρου. Ο Τζέφρις παρουσιαζει μαζί με τους επιστολικούς Κώδικες και μιάν Αφήγηση. Επιπλέον, πέρα από τις πειστικές ερμηνείες του, το ήθος των επιστολων, η διαφορετική ιδιοσυγκρασία των πρωταγωνιστών,και τα ου φωνητά που δεν περιέχονται αλλα υπονοούνται στον τομο, προκαλούν έντονο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ζητώ προκαταβολικα συγγνώμη από τους ειδικους που συχνά θεωρούν μια επαινετή φιλολογική έκδοση ως υποχρεωτικώς φέρουσα στο DNA της το ασχάλλον η πληττον ακροατήριο του συγκυβερνήτη κυρίου Κουβέλη.

Στην περίπτωσή μας, όλα οδηγουν στην αναγνωστική απόλαυση.

Ο Πήτερ Τζέφρις ακολουθεί  μια σχετικώς αναμενόμενη αγγλοσαξονική παράδοση έρευνας που απλως κρύβει τον φοβερό μόχθο που απαιτήθηκε για να διαμορφωθεί σε ένα ολιγόλεξο εισαγωγικό κείμενο.

Ο Μανόλης Σαββίδης προλογίζει την έκδοση αρνούμενος να θεωρήσει έναν πρόλογο ως συμβατική υποχρέωση ενός αφοσιωμένου στο αρχείο Καβάφη ανθρώπου, μη λησμονώντας τις αιχμηρές αληθειες που συνηθίζει, αντί να μας προσφέρει το μώλυ και την δαττούραν της ρουτίνας.

Η μετάφραση της Κατερίνας Γκίκα, ψυχής του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, συμβάλει τα μέγιστα στην σπινθηροβόλα ροή του κειμένου, αφού παιγνιωδώς πατεντάρει ακόμη και καβαφικά στερεότυπα μεταφέροντάς τα στη δουλειά της. Επιπλέον, δεν αφήνει πουλί πετάμενο να κυκλοφορήσει άνευ εποπτείας, καθώς οι λιτές επεξηγήσεις της χάριν του ελληνόφωνου κοινού είναι ακριβώς αυτές που πρέπει.

Οι επιστολές, ως γραμματολογικό είδος, πέρασαν φάσεις υπεράντλησης ταλέντου ή βιαστικών υπομνημάτων που περίμεναν την ώρα της φωτιάς. Είναι μερικώς αληθές πως ο Καβάφης, χρόνια στην μέγγενη της κακοπληρωμένη υπαλληλιας , «ψείριζε» τα χειρόγραφά του απλως επειδή ήξερε πως ψειρίζονται. Σε κάθε περίπτωση τηρεί το επιστολικό πρωτόκολλο, γνωρίζοντας σε ποιόν απευθύνεται, με ποιόν τρόπο και ποιά θα είναι η τύχη τυχόν επισυναπτομένων επιστολων, υποδειγματικά. Ενώ μετά από μια ινδικτιόνα τρισεκατομμυρίων λεξεων στα λεγόμενα social media, έχουμε κάψει όλες τις διαθέσιμες φλάντζες της καλής συνεννόησης.

Ο Καβάφης, γνωρίζει τον Φόρστερ την εποχή που είναι ήδη ένας έτοιμος από καιρό  επιδραστικός άνθρωπος. Εχει ήπιες συνήθειες, κατέχει και διαχειρίζεται αρχειακά την ύπαρξή του, δίνει παραστάσεις, σιωπά με απόλαυση, έχει πληρη αίσθηση ενός κοινωνικου πάλκου στο οποίο αισθάνεται  καμιά φορά την διάθεση να παίξει.

Το πώς «παίζει» το εξηγεί ο Μανόλης Σαββίδης αλλαχού:

[  ]πρέπει να τροποποιήσουμε την εικόνα που έχουμε για τον«Καβάφη», και να την διευρύνουμε. Πρέπει λ.χ. να χωρέσει και τον κοινωνικό Καβάφη, που πήγαινε στα πάρτυ και ήταν δεινός χωρατατζής και χαριτωμένος χορευτής, που έπαιζε τέννις ως τα 45. Πρέπει να χωρέσει τον αναγνώστη των αστυνομικών μυθιστορημάτων και των δημοτικών τραγουδιών και τον συντάκτη ενός λεξικού όπου αποθησαυρίζει ασυνήθιστες λέξεις ή την ασυνήθιστη χρήση συνηθισμένων λέξεων. Πρέπει να χωρέσει τον άνθρωπο που ξέπεσε και βιοποριζόταν στο Δημόσιο αλλά συντηρήθηκε παίζοντας χρήματα στα καφενεία και στο χρηματιστήριο. Πρέπει να χωρέσει τον ευαίσθητο νέο που ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά του, και την εξέλιξή της. Πρέπει να χωρέσει τον ρομαντικό ποιητή, τον μιμητή του Χριστόπουλου και των Φαναριωτών, τον εραστή της μουσικής, του θεάτρου και της ζωγραφικής. Πρέπει να χωρέσει και τον φανατικό καπνιστή και τον καρκινοπαθή. Πρέπει να χωρέσει το στερνοπαίδι μιας μεγάλης οικογένειας, που είναι ο τελευταίος φορέας του ονόματος, δίχως απογόνους. Και πρέπει να χωρέσει τον Ρωμιό που έχει ζήσει στις πρωτεύουσες δύο αυτοκρατοριών(Λονδίνο και Κωνσταντινούπολη) και, αποκλεισμένος στην περιθωριακή Αλεξάνδρεια,αποποιείται την βρετανική υπηκοότητα και επιλέγει να κρατήσει μόνον την ελληνική.

Μεσούντος του Μεγάλου Πολέμου στην Αλεξάνδρεια, η Μεγάλη Βρεττανία έχει φροντίσει να στεγανοποιήσει τις προστατευόμενες περιοχές της, και η διώρυγα του Σουέζ είναι μια ανεκτίμητη θαλάσσια λεωφόρος. Τυχαίνοντας να ανήκει γεωγραφικά στην Αίγυπτο,σε ένα χεδιβάτο που κόντεψε να αυτονομηθεί από έναν καβαλιώτη πολέμαρχο και κυβερνήτη, το Σουέζ συνέβαλε στην μετατροπή της Αιγύπτου σε ένα προτεκτοράτο, τύπου ελαφρώς πιό άτσαλου απο την σημερινή ελληνική διακυβέρνηση.

Και σε αυτήν την Αλεξάνδρεια, ένας όχι και τοσο νέος συγγραφέας, ο Εδουάρδος Μόργκαν Φόρστερ, με λεπτά χαρακτηριστικά και κατατομή παρόμοια με μια vulpes vulpes, του πλάσματος της κορυφής των κυνιδών,δηλαδή μια αλεπού πονηρεμένη, γεννημένος στην Βικτωριανή Αγγλια, έχει το θάρρος να εκφράζεται ως αντιρρησίας συνείδησης, υπηρετεί στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, και έχει συμπληρώσει μέγα μέρος απο το δημιουργικό του έργο, ήδη στα 36 του χρόνια.

Εως τότε παλεύει, όπως διδάσκει η ιστορία πολλών ομοεθνών του, με προσήλωση στο ομόφυλο σώμα, μεταξύ ουρανίου και πανδήμου έρωτος. Ωστόσο στην Αλεξάνδρεια, αυτός ο πόθος έχει ευτυχές τέλος. Ερωτεύεται εμπραγμάτως έναν Αιγύπτιο τραμβαγιέρη, λίγον καιρό αφότου βίωσε την πρώτη του σεξουαλική σχέση. Η ευτυχία του συμπληρώνεται όχι μέσα από τα τρόπαια ενός αυθεντικού αποικιοκράτη του welfare, αλλά από την γνωριμία του με τον επιβλητικό, φημισμένο ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη.

Τους φέρνει σε επαφή ο  προϊστάμενος του Φόρστερ και όλων των Βρεττανών στην Αίγυπτο σε καιρό πολέμου, ο R.Α. Furness, ενδεχομένως με την φιλική μεσολαβηση ενός νεαρού λογοκριτή, του Αντόνιους. Είναι 7η Μαρτίου του 1916 και ήδη έως τα μέσα του 1917 είναι πρόδηλο πως έχουμε μιά σχέση που έχει ωριμάσει.

Μια λέξη από γράμμα του Φόρστερ 12 Μαιου 1917, η λέξη «ανάσταση» ,και μια επιστολή της 1ης Ιουλίου του ιδίου που περιέχει πρώτη και τελευταία φορά διαλογισμούς περι διαφθοράς και άλλων μεγαλυντικών του βίου, ορίζουν, νομίζω, το μεγάλο κενό, μεταξύ Μαρτίου 1916 και Μαιου του 1917 μέσα στο οποίο χώρεσαν μεταξύ των δύο ανδρών τα εξής: ο Φόρστερ γνωρίζει τον Καβάφη, συζητούν, ανταλλάσσουν ευγένειες και αργότερα εξομολογήσεις, ανάμεσα σε διάφορα αναλύουν τα των ερώτων, ο Καβάφης έκτοτε αναβαθμίζει την σχέση του σε κοινωνικώς εγκάρδια, αλλα δεν ενδίδει, δεν εξηγεί στον Φόρστερ ή ο Φόρστερ δεν καταλαβαίνει πως βρίσκεται σε άλλο μήκος κύματος.

Ο Καβάφης είναι 16 χρόνια μεγαλύτερος, αισθάνεται έμπειρος και ώριμος, με κατακτημένη έκφραση, ωστόσο παραμένει υπάλληλος μιάς τοπικής καγγελαρίας που λίγο απέχει απο μιά κατοχική κυβέρνηση, η οποία ήταν προ τινος σεβαστική στον ήδη εξόριστο χεδίβη, τον Αμπάς.

Ο Φόρστερ μπορεί εσωτερικά να αισθάνεται παρομοίως πληρης, αφού το Δωμάτιο με θέα και το Χάουαρντς Εντ έχουν ήδη εκδοθεί, ενώ το ατμοσφαιρικό Μωρίς αναμένει στα «κρυμμένα», αλλά μπροστά στον Καβάφη, αισθάνεται πράγματα που οι ερευνητες υπέθεταν μεν, αλλα τεκμηρίωναν με προσωρινές άδειες εξόδου. Η συνάντηση Καβάφη- Φόρστερ μπορεί να αναπαρασταθεί επιτέλους από την αλληλογραφία τους, που κράτησε έως τον θάνατο του Αλεξανδρινού, το 1933.

Πάντως τα 16 χρόνια διαφοράς στη γέννηση δεν νομίζω πως είναι ο επίδικος, ο κρίσιμος αριθμός. Ο Φορστερ, φως φανάρι έχει διαφορετικόν χαρακτήρα και ζει έναν έρωτα που αμέσως τον διαθέτει σε επιβλητικα μνημόσυνα, όταν ο καλός του, ο Μοχάμεντ ελ Άντ’λ πεθαίνει. Το «Φάρος και Φαρίσκος», ένα από τα αλεξανδρινά του έργα,  είναι αφιερωμένα στον Ερμή Ψυχοπομπό. Εκεί θα  ανατυπώσει  μερικές υποδειγματικές γραμμές για τον Καβάφη, καμωμένες για να κερδίσουν τις εντυπώσεις των πολλων αναγνωστών και θαυμαστών του.

Στις επιστολες του διακρίνεται χωρίς υπερβολική προσπάθεια ο γνώστης του μάρκετιγκ της εποχής. Ως δραματική φιγουρα πάντως, προσπαθεί απεγνωσμένα να αποκαταστήσει το χαμένο σώμα, με κερδισμένες από την συγγραφικη δεινότητα λεξεις. Ο Φόρστερ πλάθει έναν Άδη όπου ο συγγραφέας και ο εραστής του θα έχουν το προνόμιο να ζουν μέσω του έργου του, μεταξύ των ζωντανών, και το βράδι να επιστρέφουν σε δώματα διπλανά της Περσεφόνης. Ωστόσο, ο Καβάφης που νομίζω έζησε ανάλογο στάδιο (επεκτείνοντας μια ιδέα του Μίμη Σουλιώτη αλλά και πολλών ικανών ερευνητών) με την σύναξη στο αρχείο του μιάς επιβλητικής μαγιάς από «κρυμμένα» ποιήματα που έχουν αισθαντικη βάση τις μέρες του 1903, δεν σκοπεύει να περιμένει τον Α.Μ του, ή  να παραμείνει σε πουργατόριο. Ο Καβάφης όταν ενώνεται πνευματικά με τον Φόρστερ και ακουει τις εκμυστηρεύσεις του, θεωρεί μάλλον μάταιο να του εξηγήσει πως έχει άλλη άποψη για την εξέλιξη της ποιητικης ιδέας.

Μου αρέσει να σκέφτομαι ,παίρνοντας άδεια από μια σημαία ευκαιρίας, πως μερικα από τα ποιήματά του, που στρέφονται στην αναπόληση και στη μνήμη, είναι στην ουσία μακρυνές υποδείξεις στον Φόρστερ και υπενθυμίσεις πως ο ίδιος, τα δυνατά ποτά των ανδρείων της ηδονής, τα έβαλε σε κερί και μέλι, τα μεταφέρει και δεν τα βαλσάμωσε όπως πράττουν οι ενθουσιώδεις και βιαστικοί τρυγητές εμπειριών. Ο Φόρστερ καταλαβαίνοντας αλλά μη αποδεχόμενος τόσο μεγαλείο του Αλεξανδρινου, θα υποφέρει ακόμη και ως συγγραφέας, σε μια ιστορία ενσωμάτωσης ερωτικών βιωμάτων στο Πέρασμα στην Ινδία, μια υπόθεση ακόμη ανοιχτή στην λογοτεχνία του.

Σπεύδω να σας διαβεβαιώσω πως η άγνοια βασικών κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς, με εμποδίζει να δίνω μεγάλη σημασία στον καβαφικό ομοερωτισμό. Ομοερωτικούς γαρ θεωρώ και τους μαμάκηδες, τους νάρκισσους, τους μανιακούς κυνηγούς του ποδογύρου,τους γόητες  (οπωσδήποτε τους μοντελοπνίχτες) και τους υπο γράμμωσιν των κοιλιακών στα γυμναστήρια του πλανήτη. Ως αναγνώστης, δεν έχω γνωρίσει ηδονικότερη γραφή και ανδρικώτερη γραφίδα από του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη.

Ξέρετε, ενώ οι νεοέλληνες αναλυτικοί είμεθα ψόφιοι να μηρυκάσουμε περι των διαφοροποιήσεων της αριστεράς και της προόδου, βάζοντας παντου σήματα, ταμπέλες, φράχτες και φέουδα, σε μερικά ζητήματα αισθανόμαστε μονόμπατοι, μονής έμβασης, ήτοι μονεμβασιώτες: στην συγκρότηση της δεξιάς παράταξης, στην ομοφυλοφιλία και στην επινόηση ενός ηθικού Έθνους. Θεωρούμε απαράδεκτο να τυρβάζουμε πάνω στις μικρές ή μεγάλες παραλλαγές αυτών που δεν εναρμονίζουν την λιβιδώ τους με τα δεδομένα του πλήθους των τεκνοποιών, αλλά μάλλον την ενορμονίζουν.  Συναφής προς την ιδέα μου, είναι η αντίδραση πασίγνωστου και αστραφτερού ομοφυλόφιλου, προ πολλων ετών, τον οποίον πλησίασε νεοσσός των γραμμάτων και των τεχνων για να του εκμυστηρευτεί πως ακολουθεί τα ίδια χούγια με τον μέγιστο. Εκείνος τον έκοψε: δεν είσαι ομοφυλοφιλος, αγόρι μου. Π***** είσαι!

Τα γράφω αυτά εκτιθέμενος, διότι η πιο συζητημένη από τις επιστολες του Φόρστερ, η εικοστή στον τόμο, ξεκινά με το  Αγαπητέ μου Καβάφη, είστε κακός ποιητής και καταλήγει στα εξής: Θέλετε να δείτε μερικες από τις κριτικες;αν είστε καλός ποιητής ,θα σας τις δώσω[ ] Πάντως μας πούλησε σαν το ζεστό ψωμάκι. Συμπαθάτε με, αλλα αυτή η αιφνίδια χαριτωμενιά γίνεται κατανοητή μόνον με τον τρόπο που σας διάβασα τα αποσπάσματα : αδερφίστικα. Κάθε άλλη ερμηνεία, λύχνου όζει. Η ιδιοσυγκρασία των δύο αυτών δημιουργών, δεν χρειάζεται τελάλη για να θεωρηθεί πως προέρχεται από άλλων πλανητών αντίποδες.

Ο Τζέφρις, ακολουθώντας  στοιχεία και υποθέσεις εργασίας με νόημα, στο βασικό ερώτημα που προκύπτει από την Αλληλογραφία, για ποιόν λογο ο ποιητής αρνήθηκε εντέλει να παραδώσει στο κοινό ένα σώμα των ποιημάτων του στα Αγγλικά, καλύπτει την αναζήτηση ψάχνοντας πολλα, από την ανάμιξη του Τόυνμπη στην έκδοση που ήταν αντιπαθές πρόσωπο στον ελληνικό κόσμο, με τα άρθρα του υπερ του Κεμάλ, την εποχή της Σμύρνης και του Αφιον Καραχισάρ, έως τις διαφωνίες για την αντοχή και το ύφος των μεταφραστών. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πιο κραυγαλέα ζητήματα: Ο Καβάφης δεν έβγαλε ποιητικό σώμα σε τόμο μήτε στην ελληνικη μορφή των ποιημάτων του.

Η ιστορία με τον Τόυνμπη μισέλληνα έχει μιάν απήχηση στο ελληνικό κοινό, που έχει μιά αδυναμία στην ανίχνευση της εχθρότητας, φτάνοντας την σχετική παράδοση στον Τζέρεμι Κλάρκσον, αλλα η έκδοση είχε στόχο να τον δοξάσει στο αγγλοφωνο κοινό. Των νικητών. Αυτών που διέλυσαν το χεδιβάτο στο οποίο ζουσε επι δεκαετίες. Των νικητών που άσκησαν μη αποδεκτή βία στον πληθυσμό της Αλεξάνδρειας, εκτελώντας και φυλακίζοντας ακτιβιστές, με τον Καβάφη βαθέως επηρεασμένον και εμβρόντητο.

Θα του ήταν αδύνατο να περάσει πνιγμένο σε μέλι και τυλιγμένο σε κερί το έργο του, σε μια κοινωνία που πρωτίστως συνέβαλε να χαθεί ο κόσμος του. Ο κόσμος των Ρωμηών. Αυτος που έπαψε να υφίσταται ως γεωγραφία και πόλεις, ως δρόμοι και μεράκια μετά το 1923. Ο κόσμος μετά την μικρασιατική καταστροφή είχε με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ανάγκη όχι από έναν Όμηρο, αλλα από έναν ποιητή που μετέφραζε τη μνήμη του σώματος σε υπαρκτές λεξεις άλγους, εν φαντασία και λόγω.

Φυσικά, οι αναλυτές που προσέχουν τη ματιά του Φόρστερ για την Αλεξάνδρεια, ο οποίος θεωρεί την ελληνικη διαχρονικη παρουσία ανάλογη με την αγγλική παρέμβαση που απεχθάνεται, θα έχουν να λένε για την παροιμιώδη ευγένεια του Αλεξανδρινού. Και ο Φόρστερ υπήρξε μαζί του ευγενής, αλλά στο έργο του, χαρακτήρες όπως του Καβάφη ήταν ό,τι περισσότερο απέφευγε στις τοπικές κοινωνίες. Ο Καβάφης μπορεί να ξεκίνησε όπως ο Φόρστερ, ενδεχομένως να έζησε ανάλογες στιγμές πάθους και εξάρσεων. Αλλά το μόνο που ζητούσε, επεξεργαζόμενος βασανιστικά ένα υπέροχο, στιβαρό έργο, ήταν να πεθάνει χωρίς καμίαν απόκλιση από τον Κώδικα και την Αφήγησή του. «Μήτε καν ελαφρήν απόκλιση» θα είπε με έμφαση η Μούσα του στον Χάρο. Ο οποίος τον πήρε σε μέρα σημαδιακή του βίου του.

Ο Φόρστερ μακροημέρευσε και απέθανε δαφνοστεφής το 1970. Η σχέση του με τον μακαρίτη πλέον Καβάφη θα συνεχιστεί, χάρη στο Σύστημα και στους Κώδικες ενός νέου σπουδαστή, του Γιώργου Σαββίδη, που θα ενημερώσει τον κύριο Μοργκαν γιά μέρος του Καβαφικού αρχείου που σχετίζεται με τον ίδιο. Η νέα εποχή της μελέτης του έργου του Καβάφη, σημαδεύεται από την τελευταία επιστολή του τόμου: 25 Ιουλίου 1958. Ο Φόρστερ στον Γιώργο Σαββίδη. Ο ίδιος ενθουσιώδης λογος, παρά την ύφεση ενός ογδοντάρη.

Βλέπω στο Youtube την κίνησή του σε μια συνέντευξη. Γέρος πιά. Υπήρξε. Εμφανίζεται ήσυχος, τακτικός, ευγενής. Και ανατρέχω στο λοξό βλέμμα του ποιητή ,του οποίου είμαι απλώς αναγνώστης και οπαδός, λιγο πριν πεθάνει, βουβός εξ ανάγκης, και πράγματι εκφραστικός. Ναι, υπήρξαν απολύτως διαφορετικοί.

Έχω πέντε χρόνια να πάω στην Αλεξάνδρεια. Στο αεροδρόμιό της τύχαινε να συνυπάρξω με αρκετούς ανθρώπους υπο απομίμηση των φωτογραφιών του Καβάφη. Μαλλί ή περουκα στιλβουσα με κυματιστό χτένισμα, γυαλάκια όπως του ποιητή, ηλικία μεταξύ 50 και 70, άψογα ντυμένοι έως και τιτίζηδες. Και από την άλλη πλευρά του ελέγχου των διαβατηρίων, καλά διδαγμένοι και γελωντας ξένοιαστα με τα εκατό τους δόντια, οι ασελγείς νέοι της Αλεξάνδρειας. Να ποζάρουν όπως νόμιζαν πως απαιτεί ο Κώδικας. Και τις επόμενες μέρες, οι ίδιοι Ψευδοκαβαφείς, σε καφενεία, περιπάτους και σε κομψά στέκια με τουριστικά εισπνεόμενους αργελεδες, shisha, με τους ίδιους νέους. Μόνον που είδα, και ζευγαράκια (αγόρια από αυτά που έπαιζαν με τις δήθεν Καβάφισσες, κορίτσια με μπούργκα) σε δημόσιους χώρους, πρωινιάτικα, μαθητούδια πριν το σχολειό να πράττουν στο απόσκιο του πάρκου και στον χαμηλό φραγμό, γρήγορο σάρκας γύμνωμα, τελείως ακατάλληλα για προφυλαξεις.

O Γιώργος Σαββίδης είναι υπο ελαφρήν απόκλισην παρών στην σημερινή παρουσίαση σε τρείς σκεπτομορφές. Ως ο φιλολογος που διέγνωσε την σημασία μιάς αυτοτελους έκδοσης της αλληλογραφίας Καβάφη- Φόρστερ και έκαμε τα αναγκαία βήματα προς τούτο, ως δημιουργός του τίτλου του ανα χείρας βιβλίου και επειδή δικό του είναι το υποκάμισο που φορώ, ευγενική προσφορά του υγιού του, ο οποίος φιλοφρόνως θα σκέφθηκε πως μπορεί το ράσο να μη κάνει τον παπά, ο λαός όμως δεν εξέφρασε άποψη για το τι κανει ένα πουκάμισο σε έναν μη φιλόλογο…

Πάνος Θεοδωρίδης

Έτικέττες:
Aλληλογραφία
,
E.M. Forster
,
Κ.Π. Καβάφης