Ο Χρήστος Γιανναράς, με αφορμή την έκδοση των δυο πιο πρόσφατων βιβλίων του Οντολογία του προσώπου (Προσωποκεντρική οντολογία), και Ενθάδε-Επέκεινα (Απόπειρες οντολογικής ερμηνευτικής), συνομίλησε με τον δημοσιογράφο Γιάννη Χατζηγεωργίου στο περιοδικό Φιλgood της εφημερίδας Φιλελεύθερος στην Κύπρο.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου και μπορείτε να τη διαβάσετε παρακάτω:
Ο φιλόσοφος, πανεπιστημιακός, στοχαστής και ―κυρίως― ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας συνεχίζει, σε μία από τις σπάνιες του συνεντεύξεις, να παραμένει αιχμηρός, τολμηρός, ενίοτε και «αιρετικός», θέτοντας με παρρησία νέα ερωτήματα για σκέψη σε κάθε του απάντηση.
Το σαλόνι του συγγραφέα και ενός από τους σημαντικότερους για το δημόσιό του λόγο και τα συγγράμματά του σύγχρονου Έλληνα στοχαστή, φιλόσοφου και καθηγητή φιλοσοφίας (στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά έχοντας διδάξει φιλοσοφική ορολογία και μέθοδο, πολιτική φιλοσοφία και πολιτιστική διπλωματία σε πανεπιστήμια του Παρισιού -είναι, άλλωστε, διδάκτωρ φιλοσοφίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης-, της Γενεύης, της Λωζάνης, της Νέας Υόρκης, της Βοστώνης, του Βελιγραδίου κλπ) δεν είναι γεμάτο από βιβλία, μελέτες -πόσω μάλλον από την πλούσια, δική του, βιβλιογραφία- αλλά, αντίθετα, από κορνιζαρισμένες φωτογραφίες αγαπημένων του προσώπων, αναμνήσεις από κάποια ταξίδια του, από μικρά, αλλά, σίγουρα, πολύτιμα, για εκείνον, αντικείμενα. Είχε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ Παρασκευής που συναντηθήκαμε, στο μικρό δρομάκι που ζει και εργάζεται, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, στη Νέα Σμύρνη. «Είχαν δίκιο οι παλιοί που έφτιαχναν τα σπίτια με μικρά παράθυρα και όχι τζαμαρίες», μου ανέφερε κάποια στιγμή χαμογελώντας. Με κέρασε ούζο μαστίχα, έβαλε κι εκείνος ένα ποτήρι – «είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτές τις θερμοκρασίες», είπε και κάθισε στην πολυθρόνα, πλάι στο τζάκι. Με ρώτησε κάποια πράγματα για την Κύπρο, μου ανέφερε συγκεκριμένα ονόματα πολιτικών επιχειρηματολογώντας για την καλή ή κακή γνώμη που είχε για ορισμένους, καταλήγοντας πως «το άδειο μας το πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει» και μένοντας για λίγο σιωπηλός. «Ο Σαββόπουλος ήταν καίριος με αυτό του το στίχο», κατέληξε.
Γράψατε πριν από λίγες μέρες σε ένα κείμενό σας: «Στην ελλαδική κοινωνία τίποτε δεν καινουργείται με το πέρασμα του χρόνου. H απροκατάληπτη, στοιχειωδώς ρεαλιστική σκέψη αποκλείει και την ελπίδα. Ξέρουμε την ανθρώπινη ποιότητα των διαχειριστών της ζωής μας, την αποτελεσματικότητα των θεσμών και λειτουργιών του δημόσιου βίου, τους νόμους της ζούγκλας που κυριαρχούν στο πολυ-υμνημένο πολιτισμικό μας “παράδειγμα”. Όλα αποκλείουν την ελπίδα». Επομένως να περιμένουμε την απόλυτη καταστροφή στο μέλλον; Και μέχρι ποιου σημείου;
Αυτό που προσωπικά συμπεραίνω, κύριε Χατζηγεωργίου, από την Ιστορία και την ανθρώπινη εμπειρία, είναι ότι μόνο η ρεαλιστική επίγνωση της πραγματικότητας μπορεί να γεννήσει την έκπληξη μιας ανάκαμψης. Οι ελπίδες των Ελλήνων το 1821 ήταν μηδενικές: η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε συντριπτική υπεροπλία και η εξουσιαστική ισχύς της «Ιεράς Συμμαχίας» στον ευρωπαϊκό χώρο απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο εξέγερσης ενάντια στις κατεστημένες ισορροπίες. Ανάλογη συντριπτική ανισότητα υπήρχε και στην αναμέτρηση των Ελλήνων με τις «Δυνάμεις του Άξονα» το 1940. Και στις δύο περιπτώσεις η έκπληξη γεννήθηκε από τον συνεπή και ολοκληρωτικό απελπισμό των Ελλήνων: ήξεραν τι κινδύνευαν να χάσουν και τους ήταν αδιανόητο να το χάσουν. Σήμερα γαντζωνόμαστε στην «αισιοδοξία» –δεν τολμάμε να απελπιστούμε, γιατί δεν έχουμε τίποτα πολύτιμο να υπερασπίσουμε. Το πιο πολύτιμο σήμερα για μας είναι τα «ατομικά δικαιώματά» μας και η μεγιστοποίηση της καταναλωτικής μας ευχέρειας. Όμως αυτά μπορούμε λίγο-πολύ, να τα διατηρήσουμε και υπόδουλοι –στους Τούρκους ή στις «Αγορές».
«Mοιάζει η “κρίση” αυτή τη φορά να μην είναι περιπτωτική και περιστασιακή, πολλά, πάμπολλα σημάδια μαρτυρούν μάλλον μιαν ακατάσχετη δυναμική ιστορικού τέλους του Eλληνισμού». Ακούγεται τρομακτικό αυτό που γράφετε –η αναφορά σας σε «τέλος». Σα να έχει χαθεί κάθε ίχνος ελπίδας, αισιοδοξίας για το μέλλον…
Σας φαίνεται ίσως υπερβολή η αναφορά σε ιστορικό τέλος. Σκεφθείτε όμως: υπάρχει σήμερα κάποιο στοιχείο, κάποιο προσόν, που χαρίζει η ελληνικότητα στον Έλληνα (τον Ελλαδίτη ή τον Κύπριο ή τον απόδημο) και που είναι τόσο πολύτιμο, ώστε χωρίς αυτό η ζωή του να μην έχει πια νόημα; Άρα, ένα στοιχείο για το οποίο είναι έτοιμος να πεθάνει, για να μην το χάσει; Όταν οι Κύπριοι πολιτικοί σήμερα παζαρεύουν τους όρους που θα καταστήσουν την τουρκική μειονότητα και τους εισβολείς ρυθμιστές της ζωής των Ελλήνων, ή όταν οι ελλαδίτες πολιτικοί παραδίδουν τη χώρα τους σε ταπεινωτική επιτροπεία, δηλαδή σε ολοσχερή απεμπόληση της εθνικής ανεξαρτησίας, κυριαρχίας, αυτοδιάθεσης, σας σκανδαλίζει να μιλάμε για «ιστορικό τέλος» του Ελληνισμού;
Μιλώντας για «τους Κύπριους πολιτικούς που παζαρεύουν τους όρους που θα καταστήσουν την τουρκική μειονότητα και τους εισβολείς ρυθμιστές της ζωής των Ελλήνων», αναφέρεστε και στο «τέλος του κυπριακού ελληνισμού» στο οποίο ορισμένοι υπερθεματίζουν από την αρχή σχεδόν των τελευταίων -κρίσιμων- συνομιλιών για το κυπριακό;
Δεν αναφέρομαι σε πρόσωπα, αναφέρομαι στο γεγονός των «διαπραγματεύσεων». Στον αδιανόητο παραλογισμό ένα ανεξάρτητο, υποτίθεται, κράτος, μέλος της Ε.Ε, με δημοκρατική εκλεγμένη ηγεσία, να παζαρεύει τον αυτοχειριασμό του, την υποταγή του στις εξωφρενικές απαιτήσεις μιας εγχώριας μειοψηφίας και στους εκβιασμούς από τους καταδικασμένους από όλους τους Διεθνείς Οργανισμούς βάναυσους κατακτητές. Ο Ελληνισμός έχει όλα τα δίκια με το μέρος του και, δυστυχώς, εκλέγει ηγέτες με σπιθαμιαίο ανάστημα για να υπερασπίσουν αυτά τα δίκια.
Τι πρέπει να γίνει, επομένως, γενικότερα, για να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση –αν αλλάζει; Πρέπει να συμβούν σαρωτικές αλλαγές, δομικές; Εκτός του κράτους και των πολιτών;
Με δεδομένη σήμερα τη θανατερή παρακμή του Ελληνισμού, είναι ουτοπικό να συζητάμε το τι «πρέπει» να γίνει. Έστω και αν συμφωνήσουμε σε κάποια «πρέπει» (που μοιάζει αδύνατο), ποιος θα τα επιβάλει στη συνέχεια; Τα κωμικά ανθρωπάρια που μας κυβερνούν; Τα δικαστήρια; Η αστυνομία;
Οι πολίτες, ωστόσο, δεν φέρουν την κύρια ευθύνη για ό,τι συμβαίνει σήμερα, κύριε Γιανναρά; «Το εφιαλτικότερο από όλα τα δεινά είναι η τέλεια νέκρωση των αντανακλαστικών της ελληνικής κοινωνίας», γράφετε…
Για ποιους πολίτες μιλάμε που φέρουν την ευθύνη της ατίμωσης και καταστροφής; Τα τελευταία 43 χρόνια -από το 1974- η εκπαιδευτική πολιτική, σε Ελλάδα και Κύπρο, μεθοδεύει συστηματικά την αγλωσσία και ακρισία των μαζών (πασίγνωστο ότι άνθρωποι χωρίς γλώσσα είναι άνθρωποι χωρίς σκέψη), την τέλεια διαστροφή της ιστορικής τους συνείδησης. Και η ραδιοτηλεοπτική λοιμική συμπληρώνει και ολοκληρώνει την εξαθλίωσή τους. Διότι μόνο ψηφοφόροι με χαμένη τη λογική τους, την κρίση τους και την αξιοπρέπειά τους, είναι δυνατό να συντηρούν ένα τόσο ευτελισμένο πολιτικό προσωπικό όσο αυτό που εκπροσωπεί τον Ελληνισμό, ελλαδικό και κυπριακό, τις τελευταίες δεκαετίες –με αλησμόνητη εξαίρεση πανελληνίως τον Τάσο Παπαδόπουλο. Αν έχει ευθύνη ο ελληνικός λαός για την καταστροφή και τη ντροπή όπου είναι σήμερα βυθισμένος, η ευθύνη του εντοπίζεται μόνο στο ότι δεν επαναστάτησε. Αλλά ακόμα και το ενδεχόμενο της εξέγερσης το ατίμασε και το γελοιοποίησε ο μηδενισμός και αμοραλισμός των τάχα «αριστερών προοδευτικών και εκσυγχρονιστικών δυνάμεων».
Τι εννοείτε όταν αναφέρεστε σε «επανάσταση» και «εξέγερση»;
Ένοπλες επαναστάσεις, όπως καταλαβαίνετε, είναι πια αδύνατον να συμβούν. Εννοώ, να αντιδράσουν οι βασικοί θεσμοί λειτουργίας της συλλογικότητας: οι δικαστικές αρχές, οι πανεπιστημιακές Πρυτανείες, οι δικηγορικοί σύλλογοι, οι εκπαιδευτικοί κάθε σχολείου, τα ιδρύματα και σωματεία πολιτισμού, να βγουν οι πολίτες στους δρόμους και να διαδηλώσουν την πίστη τους στην ελευθερία και στην αξιοπρέπεια. Δεν είναι δυνατόν να διακυβεύεται η ανθρωπιά των ανθρώπων και να τη διαπραγματεύονται πολιτικοί στους οποίους ποτέ κανείς δεν θα ανέθετε ούτε τη διαχείριση ενός περιπτέρου.
Μήπως οι Έλληνες «πάσχουν» από ανωριμότητα, παρελθοντολογία, επιπολαιότητα στο χειρισμό δύσκολων καταστάσεων και «κακομαθησιά», σε σχέση με άλλους λαούς, όπως τους «κατηγορούν»; Μήπως το «ένδοξο παρελθόν» έκανε εν τέλει κακό στους σημερινούς κατοίκους της Ελλάδας;
Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι οι σημερινοί Ελληνώνυμοι πάσχουμε μόνο ή κυρίως από ξιπασιά, ακριβώς όπως όλοι οι τριτοκοσμικοί απελεύθεροι, που τους γυαλίζουν οι χάντρες και τα καθρεφτάκια. Την πρόταση πολιτισμού που κόμισε και κομίζει ο Ελληνισμός στην ανθρωπότητα ούτε την καταλαβαίνουμε ούτε μας ενδιαφέρει –μας ενδιαφέρει μόνο το πρόστυχο κιτς που παράγει το Ελλαδέξ (ελλαδικό και κυπριακό) για τους τουρίστες. Ρωτήστε έναν βουλευτή του ΑΚΕΛ ή της «Νέας Δημοκρατίας» να σας απαντήσει: γιατί ο Παρθενώνας είναι μνημείο σημαντικότερο από τον Πύργο του Άιφελ ή από το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ; Όταν από τη γενιά του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, των Καραολή και Δημητρίου, του Γρηγόρη Αυξεντίου ή από τη γενιά του Σεφέρη, του Ελύτη, του Τσαρούχη, του Μάνου Χατζηδάκι, μας χωρίζουν ελάχιστες δεκαετίες, σε ποιους παράγοντες μπορούμε να αποδώσουμε τη ραγδαία κατρακύλα του Ελληνισμού στον σημερινό εφιάλτη; Είναι περισσότερο από φανερό ότι σε μία χρονική περίοδο όπου η εξέλιξη της τεχνολογίας δημιούργησε πρωτοφανείς δυνατότητες εξουσιασμού των μαζών, τις δυνατότητες αυτές τις εκμεταλλεύτηκαν, σε κυρίως Ελλάδα και Κύπρο, άνθρωποι με ποιότητα τραγικά χαμηλή.
Τι σχέση έχουν, πιστεύετε, οι Έλληνες της Ελλάδας με τους Έλληνες της Κύπρου; Πολλοί είναι εκείνοι που διαπιστώνουν διαφορετική νοοτροπία, λογικές και άλλου είδους αντιμετώπιση ιστορικών αντιξοοτήτων, άλλες αναφορές και τρόπο σκέψης…
Θέτει ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα η ερώτησή σας: από την προσωπική μου πείρα, τις εντυπώσεις μου και τα διαβάσματά μου, έχω σχηματίσει τη γνώμη (χωρίς να μπορώ να ισχυριστώ ότι είναι η σωστή) για μια καίρια διαφορά που υπήρχε, ως τα μέσα του 20ου αιώνα, του ελλαδικού Ελληνισμού από τον Ελληνισμό «της περιφέρειας», όπως έλεγαν τότε –τον αιγυπτιώτη, μικρασιατικό, ποντιακό, της Κριμαίας, των παραδουνάβιων περιοχών Ελληνισμό. Ο εκτός του ελλαδικού χώρου Ελληνισμός διέσωζε μάλλον μιαν αίσθηση υπεροχής της ελληνικότητας και καθόλου μειονεξίας έναντι των Ευρωπαίων της Δύσης. Αυτή η αίσθηση επέτρεπε στους Έλληνες να προσλάβουν τα επιτεύγματα της δυτικής Νεωτερικότητας για να υπηρετήσουν δικές τους ανάγκες, όχι για να μην υστερήσουν σε εκσυγχρονισμό από τους Ευρωπαίους. Έτσι η πρόσληψη δυτικών στοιχείων λειτουργούσε αφομοιωτικά και όχι μιμητικά, δεν μείωνε στο παραμικρό την ελληνικότητα των Ελλήνων η κριτική πρόσληψη δυτικών εθισμών και θεσμών –επέλεγαν, δεν πιθήκιζαν. Στην κυρίως Ελλάδα, δυστυχώς, εξαιτίας της Βαυαροκρατίας, μετά τον Καποδίστρια, και της μειονεξίας (μαζί και ξιπασιάς) που καλλιέργησαν οι κουΐσλινγκς της εποχής, οπαδοί του Κοραή, επικράτησε μια δουλική μειονεξία και νεκροφόρα μίμηση της Δύσης συνοδευόμενη με βαθιά περιφρόνηση για οτιδήποτε ελληνικό… Επειδή το θέμα είναι καίριο, θα μου επιτρέψετε να παραπέμψω σε ένα βιβλίο σχετικό που έχω γράψει, και έχει τον τίτλο: «Η Ευρώπη γεννήθηκε από το Σχίσμα», εκδόσεις «Ίκαρος».
Ο κυπριακός Ελληνισμός, νομίζω, ότι ενσάρκωσε την ίδια συνείδηση υπεροχής έναντι της Δύσης, μέχρι την ανακήρυξη του νησιού σε ανεξάρτητο (;) κράτος. Η ενεργός ελληνική αυτοσυνειδησία των Κυπρίων γέννησε την τελευταία μεγάλη ανάσα του Ελληνισμού: τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Δεν ξεχνώ, παιδί τότε, την εμβληματική μορφή του Πολύκαρπου Ιωαννίδη, που φορούσε, μια ζωή, φορεσιές από κυπριακό «αλαντζά» σαμποτάροντας το αγγλικό «κασμίρι».
Αυτή η συνειδητή ελληνικότητα μοιάζει να χάθηκε οριστικά με την «ανεξαρτησία» της Κύπρου. Η κυπριακή κοινωνία μεταβλήθηκε ραγδαία και αδυσώπητα σε μια θλιβερή απομίμηση της ελλαδικής παρακμής και ντροπής.
Γιατί βάζετε σε ερωτηματικό την ανεξαρτησία της Κύπρου; Και, επίσης, πού αναφέρεστε όταν λέτε πως «η κυπριακή κοινωνία μεταβλήθηκε ραγδαία και αδυσώπητα σε μια θλιβερή απομίμηση της ελλαδικής παρακμής και ντροπής»;
Σε μία συνέντευξη δεν είναι δυνατόν να παραθέσω τεκμηριωμένη και γι’ αυτό πειστική καταγραφή μιας κοινωνικής πραγματικότητας. Νύξεις τολμώ, που παραπέμπουν σε πιστοποιήσεις της κοινής εμπειρίας. Είναι φανερό, σε κάθε νοήμονα, ότι ο Ελληνισμός της Κύπρου έφτιαξε κράτος αλλά ανεξάρτητο το κράτος του δεν είναι, είναι δέσμιο της ισχύος ενός διεθνούς τρομοκράτη, της Τουρκίας, που αρνείται προκλητικά τα στοιχειώδη της λογικής και του Διεθνούς δικαίου, επιβραβευόμενος από τα «πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας Έθνη», τα δικά μας, των ξιπασμένων ινδάλματα. Όσο για τη θλιβερή κυπριακή απομίμηση της ελλαδικής παρακμής και ντροπής, είναι στο χέρι καθενός να πιστοποιήσει την παραλληλία. Τουλάχιστον στο επίπεδο νοημοσύνης και αξιοπρέπειας.
Σε πολλά από τα κείμενά σας μιλάτε για «ελλαδίτες» και όχι για «έλληνες». Γιατί;
Ναι, διότι η πλειονότητα του πληθυσμού, απλώς και συμπτωματικά, κατοικεί την ελληνίδα γη, με νοοτροπία και συμπεριφορές διεθνοποιημένου καταναλωτή. Ένας Ελλαδίτης σήμερα κάτω των 50 ετών, δεν καταλαβαίνει τον Παπαδιαμάντη ή τον Ροΐδη, δεν ξέρει τι σημαίνει «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Όταν ακούει κανείς τα «ελληνικά» του Γιώργου Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη ή του Δημήτρη Χριστόφια και του Νίκου Αναστασιάδη πείθεται ότι μια ιστορία τρεισήμισι χιλιάδων χρόνων Ελληνισμού τελειώνει μέσα στην ντροπή.
Δεν είναι πολύ σκληρό -ενδεχομένως και άδικο- αυτό που λέτε για τους συγκεκριμένους πολιτικούς;
Αυτό, αγαπητέ κύριε Χατζηγεωργίου, ας αφήσουμε να το αποτιμήσει ο αναγνώστης μας. Το «ελληνικά» των πολιτικών μας τα κρίνω ως δάσκαλος, όχι ως οπαδός ή αντίπαλος.
Ο ρεαλισμός ήταν πάντοτε η πυξίδα της σκέψης, της γραφής, της διδαχής σας; Ποτέ δεν ανατρέξατε στη… «μαγεία»;
Νομίζω ότι εθιστήκαμε πια να λειτουργούμε καταναλωτικά και η καταναλωτική μας ευήθεια τρέφεται κυρίως με «εντυπώσεις». Και το πιο ασήμαντο ή άθλιο προϊόν μπορεί να διεκδικήσει τίτλους ποιότητας χάρις σε «περιτύλιγμα» που κερδίζει τις εντυπώσεις. Ακόμα και ένας εξόφθαλμα παρανοϊκός ή φαυλεπίφαυλος μπορεί να εκλεγεί πρωθυπουργός ή πρόεδρος Δημοκρατίας, αν ξοδέψει πακτωλούς για τη διαφήμισή του και πετύχει την «πλύση εγκεφάλου» των μαζών. Με αυτή τη «λογική» βαφτίζουμε «αισιοδοξία» ή «απαισιοδοξία», «ρεαλισμό» ή «ουτοπία», ό,τι θα ήθελαν να μας υποβάλλουν οι καλοστημένοι μηχανισμοί δημιουργίας των εντυπώσεων. Είμαστε σκλάβοι των «εφφέ», των συναισθημάτων, των ηχηρών πρωτοσέλιδων, της προπαγάνδας των τηλεοπτικών «ειδήσεων».
Αναρωτιέμαι: όλα αυτά τα χρόνια υπήρξατε ποτέ «ασυνεπής» σε απόψεις σας, με το δικαίωμα του ανθρώπου που μπορεί να αναθεωρεί όσα παλαιότερα πίστευε εφόσον το γύρω περιβάλλον και οι συνθήκες αλλάζουν;
Θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι οι «απόψεις» ενός ανθρώπου, κάθε ανθρώπου, οι «γνώμες» του, οι «πεποιθήσεις» του είναι, κατά κανόνα, ατομικές επιλογές, προτιμήσεις, αρέσκειες με, κατά βάση, αυθαίρετο χαρακτήρα. Στο σημερινό πολιτισμικό «παράδειγμα» αυτή η αυθαιρεσία κατασφαλίζεται ως ατομικό «δικαίωμα» –οι συμβάσεις που κατοχυρώνουν τα ατομικά δικαιώματα έχουν την εξουσιαστική ισχύ νόμων «εξαναγκαστών κατά πάντων». Βάση, δηλαδή, του «πολιτισμού» μας είναι η κατασφάλιση της «ελευθερίας» ως ατομικού δικαιώματος επιλογών, νομική θωράκιση της ασυδοσίας των ενορμήσεων, ορέξεων, συμφερόντων. Γι’ αυτό και η προστασία των δικαιωμάτων, όταν θεμελιώνει τους όρους της συλλογικότητας, ταυτίζει τον πολιτισμό με τη βαρβαρότητα του ατομοκεντρισμού, όχι με το άθλημα ελευθερίας που είναι η κοινωνία των σχέσεων. Επομένως, ό,τι είναι ατομική επιλογή (απόψεις, γνώμες, πεποιθήσεις) το αλλάζουμε εύκολα. Ό,τι όμως είναι καρπός του αθλήματος αυθυπέρβασης, δηλαδή ελευθερίας από το «εγώ» προκειμένου να κατακτηθεί η κοινωνούμενη αλήθεια της σχέσης (της πίστης-εμπιστοσύνης, της αγάπης-αυτοπροσφοράς) δεν αλλάζει. Μπορεί να ωριμάζει η εκφραστική του σήμανση, αλλά ο σημαινόμενος στόχος δεν μεταβάλλεται.
Σας χαρακτηρίζουν «φιλόσοφο» –πολλοί και «αιρετικό». Σίγουρα έναν από τους ελάχιστους της Ελλάδας που συνεχίζουν να αρθρώνουν λόγο. Τι σημαίνουν για σας τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί;
Στην ελληνική παράδοση αποδίδουμε χαρακτηρισμούς που έχουν μετριοπάθεια, σεμνότητα. «Φιλόσοφος» δεν είναι ο σοφός, αυτός που κατέχει τη σοφία, είναι ο «φίλος» της σοφίας, ο εραστής της γνώσης, αυτός που αγαπάει την αλήθεια και την αναζητάει. Ο χαρακτηρισμός, επομένως, του «φιλοσόφου» είναι τιμή και έπαινος. Το νόημα της λέξης «αιρετικός» έχει σήμερα πολύ απομακρυνθεί από το αρχικό περιεχόμενο που οι Έλληνες απέδιδαν σε αυτή τη λέξη. Σήμερα η «αίρεση» παραπέμπει στην εκδοχή της αλήθειας ως ιδεολογίας, δηλαδή ως ατομικής επιλογής οριστικά (ή και αλάθητα) διατυπωμένων «πεποιθήσεων». Ο «αιρετικός» αμφισβητεί ή και αρνείται τους κώδικες βεβαιότητας της ιδεολογίας, έχει επιλέξει ατομικές «πεποιθήσεις» που δεν συντονίζονται με τις υποχρεωτικές για τους «πιστούς» οπαδούς της ιδεολογίας «αρχές» και βεβαιότητες. Έτσι η λέξη «αιρετικός» προσλαμβάνει σήμερα μάλλον θετικό περιεχόμενο: σημαίνει τον άνθρωπο που αμφισβητεί τα «αλάθητα» δόγματα των ιδεολογιών, τις κονσερβαρισμένες υποχρεωτικές «πεποιθήσεις». Σημαίνει τον άνθρωπο που ψάχνει για εμπειρική πρόσβαση στην αλήθεια. Αυτά, λοιπόν, περίπου, σημαίνουν για μένα οι χαρακτηρισμοί «φιλόσοφος» και «αιρετικός».
Σε σχέση με τη θρησκεία έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για τις απόψεις σας. Με απλά λόγια: τι σημαίνει για σας σήμερα ορθοδοξία;
Ορθοδοξία καθιερώθηκε να ονομάζουμε την ελληνική εκδοχή της χριστιανικής Εκκλησίας, την ελληνική εμπειρία και μαρτυρία του εκκλησιαστικού γεγονότος. Η Εκκλησία δεν είναι μια επιπλέον, έστω «καλύτερη» από τις άλλες, θρησκεία. Είναι ένα γεγονός, ένας τρόπος, ένα πώς φανερώνει την αλήθεια –και «αλήθεια» είναι η ύπαρξη ελεύθερη από τον χρόνο, τον χώρο, τη φθορά, τον θάνατο. Οι Έλληνες είχαν ονομάσει «εκκλησία του δήμου», όχι απλώς μια γενική συνέλευση των πολιτών, αλλά την πράξη, το έργο του ποιείν τα πολιτικά: να πραγματώνουν οι πολίτες και να φανερώνουν την «πόλιν», δηλαδή έναν άλλο τρόπο ύπαρξης και συνύπαρξης που αποβλέπει όχι πια απλώς στην ανάγκη (στην κοινωνίαν της χρείας) αλλά στην αλήθεια (στην κοινωνίαν του αληθούς, στην κατά λόγον-αρμονίαν, κοσμιότητα). Με την ίδια αυτή ελληνική σημασία προσέλαβαν τη λέξη εκκλησία και οι Χριστιανοί: μια σύναξη που πραγματώνει και φανερώνει τον κατ’ αλήθειαν «τρόπο» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, την ελευθερία από τις αναγκαιότητες των ατομοκεντρικών ενορμήσεων –ελευθερία της ερωτικής αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς.
Για το τέλος, μια ερώτηση -προσωπική μου απορία- σε έναν άνθρωπο σαν κι εσάς: ποιο είναι το νόημα της ζωής, κύριε Γιανναρά;
Το νόημα της ζωής δεν μπορεί, ευτυχώς, να εντοπιστεί σε μια συνταγή, σε ένα δέον. Μπορούμε ποτέ να ζήσουμε τον έρωτα ακολουθώντας συνταγές, συμβουλές ή παραινέσεις; Το νόημα της ζωής, όπως ακριβώς και ο έρωτας, χαρίζεται σαν αντίδοτο στην άσκηση για την πραγμάτωση της ελευθερίας από το «εγώ». Γι’ αυτό και μέσα σε ένα πολιτισμικό «παράδειγμα» θεμελιωμένο στην απόλυτη προτεραιότητα θωράκισης του «εγώ», τόσο το «νόημα» της ζωής όσο και ο έρωτας είναι κατακτήσεις μόνο για λίγους πεισματάρηδες.
Φωτογραφία: Πηνελόπη Μασούρη