Η διεθνούς φήμης συγγραφέας Karissa Chen μιλάει στο ΒΗΜagazino και τον Γιώργο Νάστο για το εξαιρετικό μυθιστόρημά της Μια χώρα ανάμεσά μας, για τις προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης και για την κληρονομιά του κινήματος #metoo.
Φαίνεται ξεκάθαρα πόσο πολύ κόπο και τι ενδελεχή έρευνα έκανε η Καρίσα Τσεν για το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Μια χώρα ανάμεσά μας, το οποίο έχει αγαπηθεί από το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό αλλά έχει τύχει και θερμής υποδοχής από τη διεθνή κριτική. Μέχρι την έκδοση του βιβλίου (το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ικαρος, σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη), κείμενα και δοκίμια της γεννημένης το 1982 συγγραφέως είχαν δημοσιευθεί μεταξύ άλλων στα «The Atlantic» και «The Cut», ενώ μέχρι πρόσφατα υπήρξε αρχισυντάκτρια στο περιοδικό «The Rumpus» – σήμερα εργάζεται ως αρχισυντάκτρια στο περιοδικό «Hyphen». Στο λογοτεχνικό ντεμπούτο της, λοιπόν, αφηγείται την ιστορία δύο ερωτευμένων που η ζωή και οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες τούς χωρίζουν βάναυσα και ξαφνικά, για να τους επανενώσουν, χρόνια μετά, τα παιχνίδια της μοίρας σε έναν ξένο τόπο που έγινε για εκείνους πατρίδα.
Τι πυροδότησε την ιδέα για αυτό το μυθιστόρημα; Μπορείτε να μοιραστείτε την αρχική έμπνευση ή τη στιγμή που σας οδήγησε να ξεκινήσετε αυτή την ιστορία;
«Η αφήγησή μου βασίζεται σε ένα πραγματικό περιστατικό: το 2005, λίγο αφότου ο παππούς μου έφυγε από τη ζωή, η οικογένειά μου μάζευε τα πράγματά του και βρήκαμε μια φωτογραφία όπου έκλαιγε μπροστά στον τάφο της μητέρας του. Ηταν δεκαεννέα όταν έφυγε από τη Σανγκάη για την Ταϊβάν και δεν φανταζόταν ότι θα του έπαιρνε σχεδόν σαράντα χρόνια για να γυρίσει – μέχρι τότε η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει. Τότε εγώ δεν ήξερα όλες τις λεπτομέρειες, αλλά είδα το πρόσωπο του δυνατού παππού μου να λυγίζει από τη συγκίνηση και αυτή η εικόνα με συγκλόνισε. Αρχισα να ψάχνω την ιστορία πίσω από τη φωτογραφία και έμαθα πως πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν την ηπειρωτική Κίνα για την Ταϊβάν στο τέλος του εμφυλίου. Εγινα σχεδόν εμμονική με τις ζωές τους και σκεφτόμουν συνέχεια πόσο πολύ ποθούσαν τα σπίτια και τους δικούς τους.
Γράφοντας διηγήματα και δοκίμια γύρω από αυτά τα θέματα για χρόνια, ήξερα πως ήθελα κάτι μεγαλύτερο – ένα μυθιστόρημα –, όμως δεν ήξερα πώς να αρχίσω. Ωσπου μια βραδιά μίλησα με έναν φίλο από το γυμνάσιο, για τον οποίο κάποτε ένιωθα κάτι παραπάνω αλλά δεν είχαμε βγει ποτέ ούτε ένα ραντεβού. Στα αστεία είπαμε: “Τι θα γινόταν αν είχαμε γνωριστεί αργότερα στη ζωή μας;” – και σκέφτηκα: Τι θα γινόταν αν αυτό που μας χώρισε δεν ήταν μια συγκυρία της εφηβείας, αλλά ένας πόλεμος; Είδα στο μυαλό μου δύο ηλικιωμένους να συναντιούνται τυχαία σε ένα παντοπωλείο μετά από δεκαετίες. Καθώς έγραφα έντονα και παθιασμένα, ο Χαϊγουέν και η Σούτσι ζωντάνεψαν μπροστά μου».
Ο αυθεντικός τίτλος, «Home seeking», υποδηλώνει αναζήτηση της έννοιας του «σπιτιού» και της ταυτότητας. Πώς λειτουργεί το «σπίτι» για τους χαρακτήρες σας και γιατί η έννοια της αναζήτησής του είναι τόσο κεντρική;
«Για τους βασικούς ήρωές μου, το σπίτι σταδιακά παύει να είναι κάτι χειροπιαστό και συγκεκριμένο νωρίς στη ζωή τους. Συνήθως θεωρούμε σπίτι είτε έναν τόπο είτε τους ανθρώπους που αγαπάμε, την οικογένεια και τους φίλους μας. Αλλά οι χαρακτήρες μου τα χάνουν όλα αυτά από νωρίς και πρέπει να ξαναφτιάξουν μια εστία πολλές φορές στη ζωή τους. Αυτή είναι συχνά η εμπειρία των μεταναστών, ειδικά όσων η μετακίνηση δεν ήταν επιλογή τους. Ακόμη και καθώς επιβιώνουν από τα τραύματα που υπέστησαν, αναζητούν μια ζωή που να ορίζεται πέρα από την απλή επιβίωση. Θέλουν να βρουν ένα “σπίτι”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για εκείνους. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει ποτέ πλήρως τους ανθρώπους και τους τόπους που αγάπησε προηγουμένως. Και όμως, η καρδιά τους πάντα νοσταλγεί εκείνα που έχασαν. Η αρχική έμπνευση για τον τίτλο προήλθε από την κινεζική λέξη “tanqin”, που στις ταϊβανέζικες κοινότητες χρησιμοποιείται για τις επανενώσεις των στρατιωτών (και άλλων που πήγαν στην Ταϊβάν μετά τον εμφύλιο) με τις οικογένειές τους μετά από δεκαετίες. Ο όρος χωρίζεται στα δύο: “tan” (ψάχνω, αναζητώ) και “qin” (εγγύτητα, οικογένεια), κάτι που για εμένα συνεπάγεται και το “σπίτι”. Πιστεύω πως αποτυπώνει απόλυτα την αιώνια ανάγκη τους να βρουν ξανά την οικειότητα και την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου».
Ποιοι συγγραφείς ή έργα έχουν επηρεάσει περισσότερο το στυλσας και γιατί;
«Δεν έχω προσωπικά επηρεαστεί από κάποιον συγγραφέα συγκεκριμένα, αλλά μερικά βιβλία στα οποία επιστρέφω συχνά είναι τα εξής: “Autobiography of Red” της Aν Κάρσον, “Krik? Krak!” και “The Farming of Bones” της Εντουίτζ Νταντικά, “The Chronology of Water” της Λίντια Γιούκναβιτς, “Ο Χορευτής” του Κόλουμ Μακ Καν, “Τα απομεινάρια μιας μέ- ρας” του Καζούο Ισιγκούρο, το “Do Not Say We Have Nothing ” της Μάνταλιν Θιέν, “Ο δρόμος” του Κόρμακ Μακ Κάρθι, η “Λολίτα” του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, “Ο άγγλος ασθενής” του Μάικλ Οντάατζε, “Ο Θεός των μικρών πραγμάτων” της Αρουντάτι Ρόι, “The Paper Menagerie” του Κεν Λιου, “Long Live the Tribe of Fatherless Girls” της Τ. Κίρα Μάντεν, “The Tenth Muse” της Κάθριν Τσανγκ, “Εμμονή” της Α. Σ. Μπάιατ και “Οι αόρατες πόλεις” του Ιταλο Καλβίνο. Πάνω απ’ όλα, εμπνέ- ομαι από την ποίηση: Πάμπλο Νερούδα, Τζακ Γκίλμπερτ, Κιμίκο Χαν και Ντέρεκ Γουόλκοτ, μεταξύ άλλων, μου δείχνουν πώς η γλώσσα μπορεί να δονείται με νόημα και εικόνες. Μαθαίνω τόσα για την παρατήρηση του κόσμου από τους ποιητές».
Πάνω σε τι δουλεύετε τώρα; Εξετάζετε παρόμοια θέματα ή ανοίγεστε σε νέα μονοπάτια;
«Δουλεύω ένα πολύ πρόσφατο πρότζεκτ – λίγων μόνο εβδομάδων –, οπότε δεν ξέρω ακόμα αν θα ολοκληρωθεί. Μετά από δεκαετή εκτεταμένη έρευνα για ένα μεγάλο ιστορικό μυθιστόρημα, αυτή τη φορά θέλω κάτι πιο εσωτερικό και σύγχρονο, που να μην απαιτεί το να παρακολουθώ ημερομηνίες και πολιτικές εξελί- ξεις. Μπορώ όμως να αποκαλύψω πως σχετίζεται με πλατωνικές φιλίες ανάμεσα σε στρέιτ άνδρες και γυναίκες οι οποίες διαλύονται. Αλλά η ιστορία βρίσκεται ακόμη υπό διαμόρφωση».
Στο βιβλίο αναφέρετε πόσο σημαντική είναι η πρόσβαση στην πληροφορία. Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη απειλή σήμερα – την παραπληροφόρηση, τη λογοκρισία ή κάτι άλλο;
«Δεν είμαι ειδική, αλλά ανησυχώ για τον συνδυασμό παραπληροφόρησης και λογοκρισίας, για τους αλγορίθμους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και για τη διαφαινόμενη εξάρτησή μας από την AI – όλα αυτά υπονομεύουν την κριτική μας σκέψη. Θυμάμαι πως διάβασα κάπου ότι πολλοί φοιτητές στις ΗΠΑ μπαίνουν στο κολέγιο χωρίς να έχουν διαβάσει ποτέ ολόκληρο βιβλίο! Μπαίνεις από περιέργεια να δεις ένα βίντεο και ο αλγόριθμος σου φέρνει όλο και πιο ακραίο περιεχόμενο, σε εγκλωβίζει σε ένα παράξενο bubble. Με την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης, γίνεται δυσκολότερο να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το κατασκευασμένο, κάτι που μπορούν εύκολα να εκμεταλλευτούν οι ισχυροί. Από την άλλη, η τεχνολογία και το Διαδίκτυο επιτρέπουν την εξά- πλωση ειδήσεων που θα έθαβαν κυβερνήσεις ή τα παραδοσιακά μέσα – οι επαναστάσεις που ξεκίνησαν χάρη στα social media το αποδεικνύουν. Αλλά είναι δίκοπο μαχαίρι: ο καθένας μπορεί να ανεβάσει οτιδήποτε, χωρίς έλεγχο, και η κοινωνία μας δεν έχει ακόμη μάθει να διαχειρίζεται υπεύθυνα όλη αυτή την πληροφορία».
Ποια κόλπα ή τελετουργίες έχετε για να ξεπερνάτε τα δημιουργικά μπλοκαρίσματα;
«Οταν πραγματικά “κολλάω”, διαβάζω. Εχω αγαπημένα βιβλία που με κάνουν να θέλω να γράψω – όπως βλέπει κανείς κάτι νόστιμο και του τρέχουν τα σάλια, κάποιες σελίδες με ξυπνούν δημιουργικά. Αν αυτό δεν αρκεί, το αφήνω. Πιστεύω ότι η ζωή και οι εμπειρίες είναι εξίσου σημαντικές με τη γραφή: οι βόλτες, οι συζητήσεις, το παιχνίδι με το παιδί μου – όλα αυτά θρέφουν το υποσυνείδητο και κάποια στιγμή κάτι βγαίνει στην επιφάνεια».
Πώς βλέπετε μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις – μετανάστευση, πολιτική, κλίμα – να διαπλέκονται με τις προσωπικές σας αφηγήσεις;
«Παρά το ότι το μυθιστόρημά μου βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν δεκαετίες πριν, κατά κάποιον τρόπο είναι επί- καιρο: οι πόλεμοι συνεχίζονται, οι άνθρωποι εκτοπίζονται. Προβλέπω αύξηση της μετανάστευσης λόγω κλιματικών αλλαγών, κα- θώς πολλοί τόποι γίνονται μη βιώσιμοι. Στις δημόσιες συζητήσεις, οι μετανάστες αναφέρονται ως ανώνυμα πλήθη – κάποιες φορές με οίκτο, άλλες φορές με εχθρό- τητα –, σαν να μην μπορούσε αυτό που τους συμβαίνει να τύχει και σε εμάς. Δεν έγραψα το βιβλίο για να παρακαλέσω ειδικά για περισσότερη κατανόηση, αλλά ελπίζω ότι όταν οι αναγνώστες το διαβάσουν, θα κατανοήσουν καλύτερα την ανθρώπινη πλευρά όσων συναντούν στη ζωή τους».
Η γραφή μπορεί να είναι άσκηση ευαλωτότητας. Πώς διαχειρίζεστε τον φόβο να μοιραστείτε προσωπικό ή συναισθηματικά ωμό περιεχόμενο;
«Το ότι το “Homeseeking” ήταν μυθιστόρημα με βοήθησε πολύ. Με τα προσωπικά δοκίμια νιώθω πιο εκτεθειμένη. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να είμαι όσο πιο συναισθηματικά ειλικρινής γίνεται στα γραπτά μου. Μπορεί να φαίνεται αντιφατικό, αλλά το να είμαι έτσι ανοιχτή και ειλικρινής με έχει διευκολύνει στο να μοιρά- ζομαι τα έργα μου με τον κόσμο, γιατί μπορώ να σταθώ πίσω από αυτά ολόψυχα, χωρίς να νιώθω ότι έχω παραποιήσει τον εαυτό μου. Παραδέχομαι ότι είμαι ένα ελαττωματικό άτομο που κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί και νομίζω πως αυτό είναι το μόνο που μπορεί να κάνει ο καθένας μας. Νομίζω ότι οι αναγνώστες αντιλαμβάνονται πότε ένας συγγραφέας είναι ανοιχτός και τρωτός. Φυσικά πάντα σκέφτομαι καλά αν είμαι εντάξει με το να τυπωθεί κάτι ιδιαίτερα ευαίσθητο για εμένα και να βρίσκεται εκεί έξω στον κόσμο, αλλά προσπαθώ να το κρίνω όσο πιο ψύχραιμα γίνεται».
Υπάρχουν τάσεις, στυλ ή νέες φωνές στη λογοτεχνία που σας ενθουσιάζουν; Ποιες νέες κατευθύνσεις σας ελκύουν περισσότερο;
«Μιλώντας για την αμερικανική σκηνή, όταν ξεκίνησα την έρευνα για το βιβλίο μου, τα ασιατοα μερικανικά έργα δεν ήταν πολλά. Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει – υπάρχουν πολύ περισσότερα βιβλία και ποικίλες φωνές της ασιατικής διασποράς που αγαπιούνται από το κοινό. Είμαι ενθουσιασμένη για αυτό. Επίσης, λατρεύω τη διάχυση των ειδών· μυθιστορήματα με έντονα στοιχεία φαντασίας, τρόμου ή sci-fi που αναγνωρίζονται ως σοβαρή λογοτεχνία. Οταν ήμουν νεότερη, φαινόταν ότι οι βραβεύσεις απαιτούσαν ένα συγκεκριμένο στυλ μυθιστορήματος, ενώ οι εμπορικές επιτυχίες ήταν άλλες. Τέτοιοι διαχωρισμοί αμβλύνονται ολοένα και περισσότερο και αυτό με χαροποιεί».
Συμμετείχατε στο «Indelible in the Hippocampus: Writings from the MeToo Movement». Ποια ήταν η αρχική σας αντίδραση όταν σας ζήτησαν να συμβάλετε και πώς αποφασίσατε την προσέγγισή σας; Πώς βλέπετε σήμερα το κίνημα;
«Χαίρομαι πολύ που συνέπραξα στην ανθολογία. Τότε, η ανάγκη των γυναικών να μοιραστούν τις εμπειρίες τους στο πλαίσιο του #MeToo ήταν επείγουσα. Ωστόσο, δυσκολευόμουν να βρω τι να γράψω – η σεξουαλική κακοποίηση ήταν πέρα από όσα είχα θίξει έως τότε. Δοκίμασα πιο αποστασιοποιημένες προσεγγίσεις, που δεν δούλεψαν, μέχρι που αποφάσισα να γράψω για ένα προσωπικό γεγονός που δεν είχα μοιραστεί ξανά. Ηταν άβολο και τραυματικό, αλλά ένιωσα το βάρος και την ορμή πίσω από τα λόγια μου. Κατά τη γραφή, συνειδητοποίησα την αντίδραση του σώματός μου, μια τραυματική σωματική απόκριση, που αισθάνθηκα ότι έπρεπε να συμπεριλάβω. Το δοκίμιο στράφηκε εν μέρει στο ίδιο το γράψιμο ως μέσο επεξεργασίας της εμπειρίας. Πιστεύω πως το κίνημα ήταν εξαιρετικά σημαντικό για την αλλαγή της συζήτησης γύρω από την κουλτούρα του βιασμού και την τοξική αρρενωπότητα. Εχουμε προχωρήσει πολύ από τότε, αλλά πάντα υπάρχουν περισσότερα να γίνουν. Ελπίζω ότι το μέλλον του φεμινισμού θα αποκτήσει ακόμη πιο ευρεία διατομεακή οπτική, συμπεριλαμβάνοντας και τις τρανς γυναίκες, για να καλύψει όλες μας τις εμπειρίες».