Συνέντευξη του Juan Gabriel Vásquez στο Κ της Καθημερινής.

Συνεντεύξεις Μάϊος 8, 2018

Διαβάστε παρακάτω την αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε ο Juan Gabriel Vásquez στον Άθω Δημουλά για το περιοδικό Κ της Καθημερινής, με αφορμή την κυκλοφορία του πιο πρόσφατου του βιβλίου Η μορφή των λειψάνων (μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης).

Juan Gabriel Vásquez

Είναι 7.30 το πρωί στην Μπογκοτά και ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες κάθεται στο γραφείο του. Έτσι ξεκινά το καθημερινό του πρόγραμμα. Γράφει μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα διαβάζει, αρθρογραφεί και περνάει χρόνο με την οικογένειά του. Ο 45χρονος συγγραφέας έχει επιστρέψει εδώ και λίγα χρόνια στην πρωτεύουσα της Κολομβίας και γενέτειρά του, έπειτα από μία δεκαπενταετία στην Ευρώπη. Η Μπογκοτά που είχε τότε αφήσει πίσω του, η Μπογκοτά των παιδικών και νεανικών του χρόνων, ήταν μια πόλη ρημαγμένη από τον ανελέητο πόλεμο με τα καρτέλ των ναρκωτικών. Ένας τόπος τρομακτικός και επικίνδυνος, γεμάτος εκρήξεις, πυροβολισμούς και απελπισία. Υπάρχει το αίσθημα της ασφάλειας σήμερα; τον ρωτάω. Έχουν φύγει τα φαντάσματα του παρελθόντος; «Ω, τα φαντάσματα δεν φεύγουν ποτέ», απαντά. Η δική του γενιά, πιστεύει, θα κουβαλάει τα τραύματα εκείνης της περιόδου για πάντα και κανείς δεν θα νιώσει ποτέ πραγματικά ασφαλής.

Ο Βάσκες κέρδισε την παγκόσμια προσοχή πριν από λίγα χρόνια με το πολυβραβευμένο μπεστ σέλερ Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν (εκδ. Ίκαρος), μεταφέροντάς μας στην εποχή της παντοδυναμίας του Πάμπλο Εσκομπάρ, ο οποίος είχε μετατρέψει τη χώρα σε πεδίο μάχης. Σήμερα επιστρέφει με τη Μορφή των λειψάνων (εκδ. Ίκαρος, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), ένα ογκώδες και φιλόδοξο μυθιστόρημα, πυκνό και χορταστικό, στο οποίο εξετάζει τη φύση των θεωριών συνωμοσίας και το πώς αυτές ορίζουν τη σχέση μας με την αλήθεια. Ο αφηγητής (ταυτίζεται με τον ίδιο τον συγγραφέα) γνωρίζει έναν πολύ ιδιαίτερο άνθρωπο, ο οποίος πιστεύει ότι «κάτι μας κρύβουν» σχετικά με τη δολοφονία του λαοφιλούς πολιτικού Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν το 1948. Τι γεννά τις θεωρίες συνωμοσίας; «Η ανθρώπινη φύση», απαντά ο Βάσκες. «Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τους εαυτούς μας μέσα από ιστορίες· χωρίς ιστορίες να ερμηνεύουν τις εμπειρίες μας είμαστε ορφανοί, ζούμε σε ένα κενό. Έτσι, κάθε φορά που η επίσημη ιστορία αποτυγχάνει να μας δώσει μια πειστική εκδοχή των σημαντικών γεγονότων, γεμίζουμε τα κενά με τις δικές μας επινοημένες ιστορίες. Φυσικά, αυτό συμβαίνει και όταν οι διαθέσιμες εκδοχές, αν και αληθείς, απλώς δεν μας ικανοποιούν».

Μέσα από το βιβλίο του, όπως συνέβη και με τα προηγούμενά του, ο Βάσκες ανατρέχει στην ιστορία της πατρίδας του – του αναφέρω ότι όσα γνωρίζω για την Κολομβία τα έχω μάθει από τα βιβλία του Μάρκες, από τις ταινίες για τον Εσκομπάρ και από τα δικά του μυθιστορήματα. Έχει ευθύνη ο μυθιστοριογράφος στη μεταφορά της αλήθειας; Ή έστω μιας αλήθειας; «Μιας αλήθειας, πιο σωστά. Δεν θα έγραφα μυθιστορήματα για να πω ακριβώς αυτό που κανείς μπορεί να βρει σε βιβλία ιστορίας ή στη Wikipedia. Η λογοτεχνία εξερευνά μια άλλου είδους αλήθεια: στα μυθιστορήματά μου προσπαθώ να πω (για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Κούντερα) αυτό που μόνο τα μυθιστορήματα μπορούν να πουν. Έχοντας αυτό στο μυαλό, ναι, θέλω να βοηθήσω τους αναγνώστες μου να κατανοήσουν την ιστορία της χώρας μου, της ηπείρου και της σύγχρονης ζωής». 

Juan Gabriel Vásquez

Κάποια στιγμή στο βιβλίο, ο αφηγητής/συγγραφέας διαβάζει τα σχόλια που ακολουθούν ένα άρθρο του στην ψηφιακή έκδοση της εφημερίδας Espectador (πράγματι ο Βάσκες αρθρογραφεί στη συγκεκριμένη εφημερίδα), στα οποία, γράφει, «προβαλλόταν ό,τι μάστιζε την καημένη τη χώρα μου: η διανοητική ανέχεια, η αυτάρεσκη μετριότητα, η ατιμώρητη δυσφήμηση, αλλά και, κυρίως, η λεκτική τρομοκρατία, το νταηλίκι της σχολικής αυλής, στο οποίο οι συμμετέχοντες επιδίδονταν με αδιανόητο ενθουσιασμό, η θρασυδειλία όσων κακολογούσαν με ψευδώνυμο και δεν θα επαναλάμβαναν ποτέ τις ύβρεις τους μεγαλόφωνα». Τον ρωτάω αν έχει την ίδια άποψη και για τα κοινωνικά δίκτυα: «Όχι, όχι, τα κοινωνικά δίκτυα είναι ακόμα χειρότερα. Δεν έχω κανενός είδους τέτοιο προφίλ και πιστεύω ότι αυτή είναι η καλύτερη απόφαση που πήρα ποτέ. Εδώ και μία δεκαετία λέω ότι το Facebook και το Twitter καταστρέφουν τον πολιτικό διάλογο, εμποδίζουν τη δημοκρατική μας έκφραση και πλήττουν τις ελευθερίες μας αντί να τις ενισχύουν».  

Σήμερα ο Βάσκες είναι ένα από τα βαριά ονόματα αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας νέας γενιάς των λατινοαμερικανικών γραμμάτων, στην οποία ανήκουν (αναφέρω ενδεικτικά ορισμένους που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά) ο Χιλιανός Αλεχάντρο Σάμπρα, ο Περουβιανός Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, ο Αργεντινός Αντρές Νέουμαν, ο Μεξικανός Χόρχε Βόλπι και βεβαίως αρκετοί ακόμα. Ο Βάσκες πιστεύει ότι η λατινοαμερικανική λογοτεχνία ζει μια νέα μεγάλη ακμή, αλλά λέει ότι δεν υπάρχει κάτι που να ενώνει τον ίδιο με τους συνομηλίκους του Λατινοαμερικανούς συγγραφείς, όπως ένωσε τους προπάτορές τους η κοινή πολιτική στάση γύρω από την κρίση της Κούβας. Δεν τους ενώνει ούτε ο τρόπος γραφής τους, αν και ως κοινό θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε το γεγονός ότι έχουν ξεπεράσει την επιρροή του μαγικού ρεαλισμού που (κάπως απλουστευτικά) ταυτίστηκε με την παράδοση της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. 

Συγκεκριμένα ο Βάσκες έχει πολλάκις σχολιάσει ότι η αύρα του φανταστικού στοιχείου δημιούργησε μια λανθασμένη αντίληψη για την ήπειρό του, στη σύγχρονη ιστορία της οποίας δεν υπάρχει τίποτα «μαγικό», αλλά, αντιθέτως, υπάρχει μια σειρά τραγικών γεγονότων που η λογοτεχνία οφείλει να αντιμετωπίζει με ρεαλισμό. Πάντα, όμως, φροντίζει να ξεκαθαρίσει ότι, αν δεν είχε διαβάσει στην εφηβεία του τον Μάρκες, δεν θα είχε γίνει ποτέ συγγραφέας. «Το να βρεις την προσωπική σου συγγραφική φωνή, ειδικά όταν προέρχεσαι από μια ισχυρή λογοτεχνική παράδοση, δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά προσωπικά δεν θέλησα ποτέ να ξεφύγω από αυτή την παράδοση», λέει. «Θα ήταν ανόητο να θέλεις να τρέξεις μακριά από μια γλώσσα που γέννησε τις ιστορίες του Μπόρχες, το “Εκατό χρόνια μοναξιά” (σ.σ. του Μάρκες) και το “Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου” (σ.σ. του Λιόσα)». 

 

Συγγραφικά παιχνίδια

Ένα μικρό συγγραφικό τρικ, αν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω έτσι, μια ρουτίνα, αλλιώς, που αποκαλύπτει ο Βάσκες μέσα από την κουβέντα μας είναι το εξής: επιλέγει ένα βιβλίο και το διαβάζει παράλληλα με το εκάστοτε μυθιστόρημα που γράφει. Τριάντα λεπτά ανάγνωσης πριν αρχίσει το γράψιμο. Λειτουργεί, μου λέει, όπως το κουρδιστήρι που χρησιμοποιούν οι μουσικοί για τα όργανά τους. Τον συντονίζει. Ακόμα κι αν το βιβλίο που γράφει και αυτό που διαβάζει δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Για τη Μορφή των λειψάνων χρησιμοποίησε ως «κουρδιστήρι» το «Έγκλημα και τιμωρία». 

Ένα άλλο «παιχνίδι» που κάνει είναι και το ήδη αναφερθέν: η πλήρης ταύτιση του αφηγητή με τον εαυτό του. Ο πρωταγωνιστής του ονομάζεται Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, είναι ένας συγγραφέας που έζησε στην Ευρώπη, έγραψε ένα βιβλίο που λεγόταν Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, επέστρεψε στην Κολομβία, και πάει λέγοντας. Όπως μου εξήγησε, επέλεξε αυτή τη λύση επειδή πολλά από τα γεγονότα που περιγράφει όντως συνέβησαν στον ίδιο και ένιωσε ότι θα μείωνε την έντασή τους αν αναλωνόταν στο χτίσιμο ενός φανταστικού χαρακτήρα. Δηλαδή όντως συνάντησε (για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο) έναν γιατρό που είχε κληρονομήσει τα λείψανα κάποιου δολοφονημένου πολιτικού, την περίοδο ακριβώς που γεννιούνταν οι δίδυμες κόρες του. 

Αυτή η συνθήκη της ταύτισής του με τον αφηγητή τού επέτρεψε να εκφραστεί σε ορισμένα σημεία πιο ελεύθερα ως προς τον συγγραφικό του ρόλο. Σε ένα σημείο γράφει ότι «ο συγγραφέας προσπαθεί να μειώσει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που αγνοεί και σ’ αυτό που μπορεί να μάθει» και μετά περιγράφει πώς κάποια βιβλία αποτελούν μια «μάχη» του συγγραφέα με τον κόσμο και τον εαυτό του και τότε αναφέρει: «Γράφει κανείς ένα βιβλίο σαν αυτό που γράφω εγώ τώρα κι έχει τυφλή εμπιστοσύνη ότι το βιβλίο μπορεί να έχει σημασία και για κάποιον άλλο». Τον ρωτάω αν πράγματι η συγγραφή της Μορφής των λειψάνων ήταν μια μάχη για τον ίδιο. «Ήταν η μεγαλύτερη και η δυσκολότερη μάχη που έδωσα ποτέ ως συγγραφέας. Ήταν ένα μυθιστόρημα υπερβολικά δύσκολο να γραφτεί και είμαι πολύ περήφανος για το αποτέλεσμα». Και πολύ καλά κάνει. Η Μορφή των λειψάνων είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά και πιο καλογραμμένα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων. ■

Έτικέττες:
Juan Gabriel Vásquez