Sebastian Barry: «Αυτό που λέμε ιστορικό μυθιστόρημα δεν υπάρχει».

Συνεντεύξεις Νοέμβριος 12, 2018

Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Sebastian Barry στη Μάρω Βασιλειάδου για την Καθημερινή με αφορμή το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος (μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου). 

Sebastian Barry

Ο Ιρλανδός συγγραφέας Σεμπάστιαν Μπάρι είναι τόσο δημοφιλής και πολυβραβευμένος ώστε το έργο του δεν χρειάζεται συστάσεις. Οι κριτικές ξεχωρίζουν πάντοτε το μεστό λογοτεχνικό του ύφος, τη δεξιοτεχνία του να δημιουργεί υποβλητική ατμόσφαιρα, το ταλέντο του να πλάθει αληθινούς χαρακτήρες. Τον Φεβρουάριο τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των ιρλανδικών γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction), και το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του Μέρες δίχως τέλος έχει διαγράψει ήδη μια πλούσια σε διακρίσεις διεθνή διαδρομή. Προφανώς, λοιπόν, μια συνέντευξη μαζί του, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία στην Ελλάδα του Μέρες δίχως τέλος από τις εκδόσεις Ίκαρος στη θαυμάσια μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, είναι επιβεβλημένη.

Δεν ήταν, όμως, αυτό το βασικό κίνητρο για να μιλήσουμε μαζί του. Ηταν πρωτίστως η επιθυμία του γοητευμένου αναγνώστη να «συναντήσει» τον συγγραφέα του, και να του θέσει τις ερωτήσεις που αποκρυπτογραφούν την τέχνη του. Ο Σεμπάστιαν Μπάρι έχει τη στόφα και τη δύναμη του μεγάλου αφηγητή. Οι ιστορίες του, συχνά γραμμένες σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν περιγράφουν απλώς τόπους, ζωές, πάθη και περιπέτειες ανθρώπων. Γίνονται οι ίδιες τα μάτια και τα αυτιά ενός αυτόπτη μάρτυρα. Γίνονται η φωνή του που, σαν να μη μεσολαβούν ο μακρινός χρόνος και ο άγνωστος τόπος, σου μιλά την ώρα που διαβάζεις.

Στην Αμερική του 1850

Αυτή τη φορά, με το τελευταίο του μυθιστόρημα, η δέσμευση του Μπάρι να μας διηγηθεί την ιστορία δύο ιρλανδικών οικογενειών, των Νταν και των Μακ Νάλτι, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, τον οδηγεί μέχρι την Αμερική. Οι ήρωές του κατατάσσονται στον αμερικανικό στρατό τη δεκαετία του 1850 και παίρνουν μέρος στους πολέμους που σπαράσσουν τη χώρα εκείνη τη δεκαετία. Αυτό το ταξίδι στο άγνωστο γίνεται για τον συγγραφέα το μέσο για να μιλήσει ακόμη μία φορά για τη δύσκολη ζωή των ανθρώπων που πρέπει πάντα να αγωνιστούν και να κερδίσουν τη μοίρα τους. Με διαύγεια και ευαισθησία, με κραυγές και σιωπές, βίαια αλλά και τρυφερά αυτό το μυθιστόρημα αποτελεί μια διαδρομή προς την ωριμότητα. Και ταυτόχρονα μια αναζήτηση στο παρελθόν ενός έθνους που περιέχει θραύσματα από τις μνήμες άλλων λαών και άλλων ηπείρων. Η ιστορία ανασυντίθεται καθώς οι πρωταγωνιστές αναζητούν την προσωπική τους ταυτότητα. Εκείνοι που έφυγαν σπρωγμένοι από την ανάγκη βρίσκουν στον νέο τόπο μια ευκαιρία να ριζώσουν. Κι αν καταφέρουν να επιβιώσουν, τότε θα μπορέσουν να μοιραστούν σκόρπιες στιγμές ευτυχίας.

Το παλιότερο μυθιστόρημά σας Μακριά, πολύ μακριά είναι η ιστορία του Ιρλανδού Γουίλι Νταν, όπως τη διηγείται από τις γραμμές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τι σας παρακίνησε για να γράψετε ένα ακόμη μυθιστόρημα που έχει σχέση με τον πόλεμο, το Μέρες δίχως τέλος, που όμως διαδραματίζεται στην Αμερική στα χρόνια των πολέμων με τους Ινδιάνους και του εμφυλίου;

Ο χαρακτήρας του Ουίλιαμ Νταν στο «Μακριά, πολύ μακριά» έχει τις ρίζες του στο φάντασμα ενός γιου σε ένα έργο μου που ονομαζόταν «The Steward of Christendom», και αφορούσε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του πατέρα του. Ηταν, όμως, απλώς μια σκιά, ένα πέρασμα. Αυτό το έργο αναφερόταν με κάποιον τρόπο στον προ-προπάππο μου και ουσιαστικά αποκάλυψε ότι στην «πραγματική ζωή» ο άνδρας αυτός, ο μακρινός μου πρόγονος, είχε τρεις γιους που πήγαν στον πόλεμο. Στην ουσία λοιπόν το μυθιστόρημα ήταν μια προσπάθεια να βρω εκείνον τον θείο μου που ήταν στρατιώτης κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ομοίως, η ρίζα του χαρακτήρα του στο Μέρες δίχως τέλος βρίσκεται στον παππού μου, που λίγο πριν πεθάνει μου αποκάλυψε πως είχε ένα μακρινό θείο ο οποίος πολέμησε στον πόλεμο με τους Ινδιάνους. Ημουν μόνον δέκα χρόνων όταν μου το είπε. Συνηθίζαμε να μοιραζόμαστε το ίδιο κρεβάτι τους μεγάλους και κρύους ιρλανδέζικους χειμώνες, και μου είχε αφηγηθεί πολλές ιστορίες από τη ζωή του. Αλλά αυτό ήταν το μόνον στοιχείο που είχα: μια μικρή αναφορά σε εκείνον τον θείο, ούτε καν το όνομά του. Μου έφτασε, όμως, για να τον «αναζητήσω» 50 χρόνια αργότερα.

Πώς καταφέρνετε να περιγράφετε τις εμπειρίες, τα συναισθήματα και τις σκέψεις ενός στρατιώτη ως αυτόπτης μάρτυρας, χωρίς να έχετε αναγκαστεί ποτέ να πολεμήσετε;

Δεν πήγα ποτέ στον πόλεμο, αλλά μοιράστηκα το κρεβάτι μου με κάποιον που πήγε! Ο παππούς Ο’ Χάρα, του οποίου το μυθιστόρημα ονομάζεται The Temporary Gentleman, ήταν ασυρματιστής στο αγγλικό εμπορικό ναυτικό, και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως αξιωματικός στο βασιλικό μηχανικό, με ειδικότητα στην εξουδετέρωση βομβών. Εκανε δύο θητείες στην Αγγλία και επίσης έφτασε μέχρι τη Βόρεια Αφρική και την Ινδία. Του άρεσε να μου διηγείται ζωντανά ιστορίες για όλα αυτά. Αλλά πέρα από αυτό, μου αρέσει να πιστεύω ότι οι πρόγονοί μας καιροφυλακτούν μέσα μας, τυλιγμένοι στις σπείρες του DNA και στη μοριακή δομή μας. Βρίσκονται κάπου στα σήματα των συνάψεων του εγκεφάλου. Μολονότι, λοιπόν, εγώ ποτέ δεν πήρα μέρος στους πολέμους των Ινδιάνων ή στον αμερικανικό εμφύλιο, ίσως ήταν εκεί ο μακρινός μου θείος. Και έτσι μπορεί να έχω πρόσβαση στη ζωή του και σε όσα εκείνος είδε. Αλλωστε αυτό που αποκαλούμε ιστορικό μυθιστόρημα, δεν υπάρχει. Δεν μπορείς να επιστρέψεις στο παρελθόν σαν να μην έχει υπάρξει το μέλλον, ή σαν να είναι άγνωστο αυτό που εμείς πλέον γνωρίζουμε καλά. Κάνεις απλώς μια προσπάθεια να επαναφέρεις εκείνο το «αθώο» παρόν, έτσι όπως συνέβαινε τότε. Προφανώς για να το καταφέρεις πρέπει να διαβάσεις εκατοντάδες βιβλία και μετά να προσπαθήσεις να τα ξεχάσεις, έτσι ώστε οι απαραίτητες λεπτομέρειες να αναδυθούν στη γραφή σαν να ήταν δικές σου εμπειρίες.

Sebastian Barry

Πιστεύω ότι ο Τόμας Μακ Νάλτι είναι ένας από τους πιο αυθεντικούς και τολμηρούς σύγχρονους λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Τι σας ενέπνευσε να τον δημιουργήσετε;

Λοιπόν, σκεφτόμουν τον Τόμας Μακ Νάλτι πολύ καιρό. Βασικά ανησυχούσα επειδή ήταν Ιρλανδός, και οι δικοί του είχαν υποστεί 700 χρόνια αποικιοκρατίας, κάποιες φορές σε μια ανάλογη ατμόσφαιρα εθνοκαθάρσεων και εκτοπίσεων του ντόπιου πληθυσμού. Επρεπε, λοιπόν, αυτός ο χαρακτήρας να βρεθεί στην Αμερική και λίγο ώς πολύ να εμπλακεί σε μια κατάσταση που του ήταν σχεδόν οικεία. Επιπλέον, ήμουν για ένα σύντομο διάστημα φίλος με τον Πίτερ Μάθισεν, τον Αμερικανό συγγραφέα, που δούλεψε πολύ πάνω στο θέμα των ιθαγενών της Αμερικής. Ωστόσο, την τελική ώθηση στη δημιουργία του Τόμας έδωσε ο αγαπημένος και καταπληκτικός γιος μου Τόμπι, που στα 16 του μας αποκάλυψε ότι είναι γκέι. Ετσι έγινε η έμπνευσή μου, ο οδηγός για την καρδιά του Τόμας. Γι’ αυτόν τον λόγο το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε εκείνον.

Ο πόνος όσο μεγαλύτερος είναι, τόσο πιο αόρατο σε κάνει

Το Μέρες δίχως τέλος είναι ένα σκληρό βιβλίο, που διαδραματίζεται στην αμερικανική δύση. Παρ’ όλα αυτά ο αναγνώστης δεν νιώθει ούτε στιγμή πως αυτή η μακρινή ιστορία –ξένος τόπος, ξένος χρόνος– δεν τον αφορά.

Τα τελευταία χρόνια η χώρα σας, όπως και η Ελλάδα, αντιμετώπισε μια πολύ δύσκολη οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Ωστόσο, επιλέγετε να αντλείτε τα θέματά σας από το παρελθόν αντί του παρόντος. Γιατί;

Εζησα στην Ελλάδα, στην Πάρο, από το 1980 ώς το 1981. Η χώρα μόλις συνερχόταν από τα χρόνια της πολιτικής καταπίεσης και ετοιμαζόταν να μπει στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ηταν φτωχή, αλλά άρχιζε να ανακτά τις δυνάμεις της. Οι άνθρωποι μας υποδέχθηκαν θερμά σαν Ιρλανδοί! Η ήσυχη ομορφιά του νησιού σού προκαλούσε πόνο. Ηταν ένας τόπος που έγινε για μένα περισσότερο οικείος και από σπίτι μου. Ταράχθηκα, λοιπόν, πάρα πολύ αυτά τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης με τον τρόπο που μιλούσαν για την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αλλού. Το βάσανο από αυτή τη νέα φτώχεια πρέπει να είναι τεράστιο. Αλλά ο πόνος όσο μεγαλύτερος είναι τόσο πιο αόρατο σε κάνει. Αρχίζεις να εξαφανίζεσαι, μολονότι εξακολουθείς να αναπνέεις. Υπάρχει κάτι από αυτά στο Μέρες δίχως τέλος, που είναι η ιστορία δύο αγοριών, και στη συνέχεια δύο ανδρών, οι οποίοι δεν έχουν τίποτε δικό τους. Και σαν μικροί θεοί, πρέπει να δημιουργήσουν έναν κόσμο από το τίποτε. Εκτός αυτού όμως, δεν διαθέτω το είδος της φαντασίας που ανταποκρίνεται σε εκείνο που θα λέγαμε «το παρόν παρόν». Αυτό είναι το πεδίο, η ικανότητα και η ανάγκη της δημοσιογραφίας. Πρέπει, όμως, να πω ότι χωρίς τη δημοσιογραφία και παραδόξως για την εποχή, τη φωτογραφία της δεκαετίας του 1860 στην Αμερική, δεν θα μπορούσα να γράψω το Μέρες δίχως τέλος. Παρ’ όλα αυτά, το παρόν παραμένει ένα μυστήριο για μένα, και τόσο άγνωστο όσο και το μέλλον. Δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει, δεν είναι ορατό.

Στα βιβλία σας μιλάτε πάντοτε για την Ιρλανδία και τους Ιρλανδούς με μεγάλη τρυφερότητα αλλά και ειλικρίνεια, χωρίς ποτέ να τους κολακεύετε. Πώς σας αντιμετωπίζουν;

Οι Ιρλανδοί διαθέτουν αυτοκριτική, παραδόξως. Ίσως είναι ένα νέο χαρακτηριστικό μας, ή τέλος πάντων πρόσφατο. Για πάρα πολύ καιρό αντιμετωπίζαμε τους εαυτούς μας ως θύματα της Ιστορίας, και κατηγορούσαμε τους Εγγλέζους. Όμως, τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουμε αναθεωρήσει τον δικό μας ρόλο στις ατυχίες μας. Αναφέρομαι στη συμπεριφορά μας προς τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους φτωχούς ανθρώπους, τα παιδιά. Ετσι, ποτέ δεν αντιμετώπισα κάποια εχθρότητα στην Ιρλανδία εξαιτίας των μυθιστορημάτων μου. Αντιθέτως, τα έχουν αγκαλιάσει με θέρμη. Ίσως θα έπρεπε να ανησυχώ γι’ αυτό. Μάλιστα, πρόσφατα ξαφνιάστηκα όταν τιμήθηκα με την ανώτατη διάκριση των ιρλανδικών γραμμάτων (Laureate for Irish Fiction), που απονέμεται από τον πρόεδρο της χώρας. Από την άλλη, βεβαίως, έχουμε ένα θαυμάσιο πρόεδρο, που είναι και ποιητής. Τώρα που το σκέφτομαι, όταν τον συναντάς, σε αγκαλιάζει πολύ ζεστά!

Ποια είναι η ρουτίνα σας τις περιόδους που γράφετε;

Εργάζομαι και διαβάζω για περίπου έναν χρόνο προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμος. Κατά την περίοδο που γράφω συμβαίνουν μερικά πολύ περίεργα πράγματα. Είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη να συνδεθώ με την εποχή που περιγράφω, ώστε μοναδικός σκοπός μου είναι να βρίσκομαι εκεί. Τα μέσα για να ταξιδέψω ώς εκεί είναι η σύνταξη, η γραμματική, η γλώσσα, τα τραγούδια. Αυτά είναι η δική μου μηχανή του χρόνου. Ό,τι βλέπω και ακούω σε αυτά τα ταξίδια, είναι η ιστορία μου. Δεν φαίνεται κάπως ανόητο, κάπως παιδικό; Ετσι νομίζω. Και όμως, είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.

Έτικέττες:
Sebastian Barry
,
Μέρες δίχως τέλος