Το Παρίσι με σβηστά φώτα

Κριτικές Μάρτιος 29, 2012

Εύη Καρκίτη, Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 25/3/2012

9789609527439Είναι δύσκολο να βρει κανείς παρηγοριά μέσα στο λογοτεχνικό σύμπαν του Εμίλ Ζολά. Εχοντας την άποψη πως ο μυθιστοριογράφος πρέπει να είναι «ουδέτερος παρατηρητής και πειραματιστής», ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας διατύπωσε την άποψη πως η λογοτεχνία αποτελεί χώρο που έχει ανάγκη από μια αυστηρή, επιστημονική μέθοδο, προφανώς εμπνεόμενος από τις επιστημονικές εξελίξεις της εποχής του. Ετσι αναδείχτηκε σε κορυφαίο εκπρόσωπο του νατουραλισμού, της πιο ακραίας ίσως εκδοχής του μεγάλου και ποικιλόμορφου ρεύματος του ρεαλισμού, το οποίο χάρισε στα ευρωπαϊκά γράμματα μερικά από τα κλασικά αριστουργήματά τους.

Ο νατουραλισμός, αποφασίζοντας να κινηθεί, μέσω της ουδέτερης παρατήρησης, τόσο κοντά στην πραγματικότητα, κατηγορήθηκε για την καταθλιπτική θεματολογία του, το ασφυκτικό κλίμα της απαισιοδοξίας που δημιούργησε γύρω από κάθε ιστορία. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως ο ουδέτερος παρατηρητής δεν είναι ταυτόχρονα και οξυδερκής. Πράγματι, στις σελίδες του Ζολά αποτυπώνεται με σαφήνεια η σκληρή πραγματικότητα της εποχής, τα ήθη και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, το οικονομικό αδιέξοδο, το πολυδιάστατο ανθρώπινο δράμα. Η θεματολογία αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο των σπουδαίων και πολυδιαβασμένων μυθιστορημάτων του. Ενώ στα ελληνικά έχει μεταφραστεί σχεδόν το σύνολο του μυθιστορηματικού έργου του, τα διηγήματα και οι νουβέλες του παραμένουν ουσιαστικά άγνωστα μέχρι και σήμερα. Η συλλογή με τίτλο «Οι ώμοι της μαρκησίας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση του Φοίβου Πιομπίνου, όχι μόνο καλύπτει ένα σοβαρό κενό αλλά μας αποκαλύπτει κι ένα διαφορετικό Ζολά, το στιλίστα και δεξιοτέχνη της μικρής φόρμας. Μαζί του ο αναγνώστης αρχίζει την περιπλάνηση σε ένα Παρίσι όπου έχουν σβήσει τα φώτα και σε κάθε στενό η δυστυχία συναντά τη φτώχεια, την απόγνωση, την οικονομική, κοινωνική και ηθική εξαθλίωση.  

Η ζωή, όπως είναι

Μια οικογένεια ευπρεπίζεται για να βγει στους δρόμους και να ζητιανέψει την Πρωτοχρονιά, μιας και τη μέρα εκείνη στο Παρίσι είναι η επαιτεία ανεκτή και υπάρχει μια μικρή ελπίδα να αποκτήσει ένα παιχνίδι το κοριτσάκι της οικογένειας. Ο συγγραφέας παρατηρεί μια χειμωνιάτικη μέρα την ομορφιά του χιονισμένου αστικού τοπίου αλλά και την αλλαγή του σκηνικού, με τις λάσπες και την υγρασία να τρέχει παντού μόλις το χιόνι λιώσει. Μια νέα γυναίκα οδηγεί το σύζυγό της στην τρέλα, για να ζήσει τον έρωτα με έναν άλλον άντρα, αλλά ο πόθος της αποδεικνύεται ρηχός και πρόσκαιρος. Δύο άγρια ζώα δραπετεύουν από το ζωολογικό κήπο του Παρισιού, για να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει πιο άδικη και άγρια κοινωνία από εκείνη των ανθρώπων. Το περιβάλλον του Ζολά είναι αποκαρδιωτικό. Κοινωνική αδικία, πεινασμένα, άρρωστα παιδιά, άνθρωποι που είναι χειρότεροι και από θηρία που σκοτώνουν από μίσος και όχι για να τραφούν, σύζυγοι που αγαπούν περισσότερο το χρήμα από τη σύντροφό τους που πεθαίνει μόνη και αβοήθητη σε ένα κρεβάτι. Ωστόσο, πουθενά το ανθρώπινο δράμα της επιβίωσης δεν αποτυπώνεται πιο σπαρακτικά απ' ό,τι στο διήγημα «Η ανεργία», χαρακτηριστικό της μεθόδου του συγγραφέα, που καταλήγει στο αδυσώπητο ερώτημα της χλομής και καχεκτικής κόρης του ανέργου: «Γιατί, τάχα, να πεινάμε;». Η προσέγγιση του Ζολά στο πρόβλημα της ανεργίας θα μπορούσε να κάνει ένα μαρξιστή να κοκκινίσει από οργή, καθώς η δυστυχία της ανεργίας χτυπά εξίσου εργοδότη και εργαζόμενο. Ιδιαίτερη είναι και η χρήση του θανάτου στη νουβέλα «Πώς πεθαίνουν και πώς κηδεύουν στη Γαλλία», όπου ο θάνατος, θέμα που πάντα απασχολούσε τον Ζολά, γίνεται το μέσο για να παρατηρήσει και να αποκαλύψει νοοτροπίες και όψεις της κοινωνίας της εποχής του. Τα διηγήματα αυτά φτάνουν στα χέρια του αναγνώστη μέσα από τη δουλειά ενός μεταφραστή κύρους, όπως ο Φοίβος Πιομπίνος, ο οποίος φροντίζει για ακόμη πληρέστερη κατανόηση αυτής της πλευράς του Ζολά, παραθέτοντας εξαιρετικά χρήσιμες σημειώσεις για κάθε διήγημα χωριστά. Το χρονολόγιο που συνοδεύει την έκδοση συγκεντρώνει την πλήρη εργογραφία του συγγραφέα.

Έτικέττες:
Εμίλ Ζολά