Στο πιο πρόσφατο τεύχος (αριθμ. 93-94) του περιοδικού «Απόπλους» φιλοξενείται ένα διήγημα της Ιφιγένειας Θεοδώρου με αφορμή το αφιέρωμα του περιοδικού στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Από τις εκδόσεις μας επανακυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο της Ιφιγένειας Θεοδώρου Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη που περιλαμβάνει επτά διηγήματα της καθημερινής ζωής στη σύγχρονη Σμύρνη.
Επιχειρηματικό ταξίδι από αυτά που δεν μπορείς να αποφύγεις. Και μάλιστα αρχές Σεπτεμβρίου, τότε που το γλυκό καλοκαιράκι υπόσχεται τα καλύτερα στις παραλίες ή στα κορφοβούνια. Στην απέναντι ακτή θα υπογράφαμε τα τελικά συμβόλαια, οι συνομιλίες είχαν διαρκέσει πάνω από χρόνο. Η πανδημία δεν είχε σταθεί εμπόδιο στη σύσφιξη των εταιρικών σχέσεων, ούτε οι κλυδωνισμοί πάνω από το Αιγαίο απείλησαν την συμφωνία. Το χρήμα είναι υπεράνω… Έκρυψα από όλους ότι θα επέστρεφα στην πόλη των πρώιμων παιδικών μου αναμνήσεων. Εκεί όπου πρωτοείδα τη θάλασσα… Άφησα στην γραμματεία μου τα διαδικαστικά, ήμουν σίγουρος ότι θα εύρισκα εύκολα τον δρόμο για την αθωότητα.
Η οικογένειά μου δεν είχε ρίζες από την Μικρά Ασία. «Είμαστε οικονομικοί μετανάστες…» συνήθιζε να λέει η μητέρα μου, κάθε φορά που ξεκρεμούσε τα κάδρα από τους τοίχους της προσωρινής μας διαμονής. Πολλές φορές δεν προλάβαιναν ούτε σημάδι να αφήσουν πίσω τους… «Πηγαίνουν όπου φυσάει ο καπνός…» εξηγούσε η γιαγιά μου στις φίλες της. Κυριολεκτούσε αφού ο πατέρας μου εργαζόταν σε μια μεγάλη εταιρία καπνού και παραγωγής τσιγάρων. Η μετάβασή μας, στις αρχές του ‘90, από το κέντρο της Ευρώπης στη Σμύρνη ήταν ένα πολιτιστικό σοκ για όλη την οικογένεια. Όμως πολύ γρήγορα η δροσερή αύρα που διαπότιζε από άκρη σε άκρη τη πόλη φύσηξε και παρέσυρε μακριά κάθε στενάχωρη σκέψη κι ενδοιασμό. Ήταν κι εκείνη η θάλασσα κάτω από το μπαλκόνι μας με τα χίλια πρόσωπα, τα τσαλίμια και τα χάδια της… Έσκυβες, άπλωνες τα χέρια και την άγγιζες. Και τα καράβια, μικρά και μεγάλα, ολημερίς στο κάδρο των παραθύρων μας. Σίγουρα τότε θα γεννήθηκε η επιθυμία μου να γίνω καπετάνιος. «Πού πάνε όλα αυτά τα καράβια;» ρωτούσα. «Απέναντι στην Ελλάδα…» Μόνιμη επωδός η Ελλάδα σε εκείνα τα πρώτα χρόνια, να στηθεί η γέφυρα με την πατρίδα, σαν να μην έφτανε η γλώσσα που μιλούσαμε στο σπίτι, τα τραγούδια στο ραδιόφωνο και το καλαματιανό λάδι που έρρεε στην κουζίνα. Δεν πήγαινα στο σχολείο ακόμα. «…Σιγά μη μάθει τούρκικα!» αντιδρούσε η μητέρα μου. Ερχόταν μια κυρία στο σπίτι τα πρωινά, «σαν τη γιαγιά θα σου διαβάζει παραμύθια…» με καθησύχαζε η μαμά μου. Πολλές φορές πηγαίναμε με την κυρία Ευτυχία μέχρι το φούρνο στον πίσω παράλληλο δρόμο, λατρεύαμε κι οι δυο το φρέσκο, ζεστό ψωμί, τσιμπολογούσαμε παρέα την ξεροψημένη κόρα. Άλλες φορές φτάναμε μέχρι την πλατεία με το άγαλμα του Κεμάλ να δείχνει τη θάλασσα, απέναντι. «Κι αυτός στην Ελλάδα πηγαίνει;» την ρώτησα και εισέπραξα ένα λυπημένο κούνημα του κεφαλιού της… Έτσι σιγά σιγά η Ευτυχία με μύησε στην ιστορία της Σμύρνης. Μου μιλούσε για τα δίπατα σπίτια δίπλα στο κύμα, τους κήπους και τα θέατρα, τα ξενοδοχεία και τα καφενεία, τις μουσικές στα σοκάκια, τους εμπόρους και τις όμορφες αρχόντισσες. Όταν τραγουδούσε έβαζε περίσσιο παράπονο στη φωνή, μου έφερναν λύπη τα τραγούδια της καθώς ανακάτευε μελωδίες ντόπιες με τραγούδια χιώτικα. Γιατί η κυρία Ευτυχία είχε έρθει από απέναντι, από την Χίο, κι όταν την ρώτησα γιατί, « μη τύχει ποτέ κι έρθεις από ανάγκη εδώ πέρα…» μου είπε κι έσκυψε το κεφάλι της.
Μια μέρα σε μια από τις βόλτες μας στην προκυμαία συναντήσαμε την Ιωάννα με τη μητέρα της. Μόλις είχαν εγκατασταθεί στη Σμύρνη, ζούσαν ένα τετράγωνο πιο κάτω από το σπίτι μας, στο ελληνικό προξενείο. Ξεχώριζε το παλιό κτίριο απ’ τα υπόλοιπα γύρω, έγερνε ελαφρά από τον χρόνο, μια τεράστια ελληνική σημαία κυμάτιζε πάνω από το αέτωμα του μπαλκονιού. «Κι αυτοί μετανάστες, από ανάγκη όμως….» σχολίασε η μητέρα μου κι ένιωσα μια συμπόνοια για την Ιωάννα που, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ευτυχίας, είχε φτάσει στη Σμύρνη από ανάγκη. Ήταν συνομήλική μου, δεν πήγαινε ούτε εκείνη ακόμα στο σχολείο και γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν ήταν τόσο δυστυχισμένη όσο νόμιζα. Στα παιδικά μου μάτια το σπίτι τους ήταν τεράστιο, μπορούσαμε να χοροπηδάμε χωρίς να ενοχλούμε τους γείτονες, να κυνηγάμε τη μπάλα στα σανίδια που έγερναν, να τρώμε παγωτό φιστίκι στη σκιερή αυλή, να σκύβουμε όσο θέλαμε στα σιδερόφρακτα παράθυρα μετρώντας τα καραβάκια που περνούσαν σύριζα στη προκυμαία. «Το σπίτι σας είναι μια φυλακή με τέτοια κάγκελα στα παράθυρα…» της είπα μια μέρα. «Δεν είναι δικό μας, είναι το σπίτι της Ελλάδας…» απάντησε εκείνη. «Γιατί έχει σιδεριές;» «Για να μη μπουν οι Τούρκοι…» μου εξήγησε και έτσι έμαθα για την πυρκαγιά και τους αγριεμένους στρατιώτες που έζωσαν κάποτε την πόλη, για τα παιδιά που έχασαν γονείς και παππούδες στην προκυμαία, για τη θάλασσα που κατάπιε τα κορμιά των χριστιανών μαζί με την ντροπή των Ευρωπαίων. Όλα εκείνα που αποσιωπούσε η Ευτυχία στις διηγήσεις της. Δύσπεπτες ιστορίες για το παιδικό μου στομάχι. «Πού τα ξέρεις όλα αυτά;» την ρώτησα ελπίζοντας ότι τα είχε βγάλει από το μυαλό της… Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να ζούμε στην ίδια πόλη με τους Τούρκους μετά από τέτοια καταστροφή; « Η γιαγιά μου μού τα είπε, έφυγε από δω για να γλυτώσει…» απάντησε και πρόσθεσε ακόμα πιο χαμηλόφωνα, «Και μένα ήθελαν να με βαφτίσουν Ιωνία, αλλά ο παπάς δεν άφησε…». Η αποκάλυψη αυτή με εμπόδισε να κοιμηθώ για πολλές νύχτες. Δεν τόλμησα όμως να ζητήσω από τους γονείς μου να βάλουν κάγκελα στα παράθυρά μας. Ο πρόξενος με τη γυναίκα και την κόρη τους δεν έμειναν πολύ καιρό στη Σμύρνη. Στα δυο χρόνια άρχισαν να ξεκρεμούν τα κάδρα τους από το σπίτι της Ελλάδας. Η Ευτυχία μετέφερε τις φήμες που κυκλοφορούσαν στην πόλη, ότι ο πρόξενος ζήτησε μετάθεση για να πάει η Ιωάννα σε σχολείο όπου δεν θα ήταν αναγκασμένη να μάθει και τουρκικά. Τον πραγματικό όμως λόγο μου τον εκμυστηρεύτηκε η ίδια η Ιωάννα ένα απόγευμα καθώς περπατούσαμε κατά μήκος της προκυμαίας, η Ευτυχία λίγα βήματα πιο πίσω έτρωγε πασατέμπο ρίχνοντας τα τσόφλια στο νερό. « Η μαμά μου δεν αντέχει να ζει πια στη Σμύρνη… Ακούει φωνές, των πνιγμένων, τις ψυχές τους… στη θάλασσα…» Ένιωσα ένα σύγκρυο στην πλάτη μου κι αποτραβήχτηκα από το πέτρινο παραπέτο. Η θάλασσα είχε φουσκώσει, είχε βαφτεί σκούρα πράσινη κι άφριζε . Μου φάνηκε ότι άκουσα τρίξιμο, είδα μόνο τα τσόφλια της Ευτυχίας καθώς τα ρουφούσε το κύμα. Μείναμε στη Σμύρνη έξι χρόνια ακόμα. Τελειώνοντας το δημοτικό μιλούσα τέλεια τουρκικά, σ’ αυτό οφείλω άλλωστε και τη δουλειά που κάνω σήμερα. Δεν έγινα βέβαια καπετάνιος. Ούτε ξαναείδα την Ιωάννα από τότε.
Έφτασα στη Σμύρνη με τον χοντρό φάκελο των συμβολαίων στις αποσκευές μου ένα απόγευμα , αρχές του Σεπτέμβρη. Στη διαδρομή από το Διεθνές αεροδρόμιο Μεντερές μέχρι το κέντρο το μάτι μου συνήθισε γρήγορα στις κακοτεχνίες των προαστίων, έτσι κι αλλιώς όλες οι μεγαλουπόλεις υποδέχονται τους επισκέπτες τους με ακαλαίσθητα κτίρια, συνεργεία και εμπορικά κέντρα. Εισχωρώντας στον πυκνό ιστό του κέντρου με αργούς ρυθμούς λόγω της κυκλοφορικής συμφόρησης, δεν αναγνώρισα απολύτως τίποτα, παρά μόνο το φως. Εκείνο το φως της δύσης που έντυνε ρόδινα όλη την Σμύρνη, την ώρα που ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τους χαμηλούς ορεινούς όγκους του κλειστού λιμανιού κι από το μπαλκόνι μας τότε, η Ελλάδα απέναντι χανόταν στο λυκόφως, μέσα σε μια πανδαισία κόκκινων και μαβιών χρωμάτων. Δεν άργησα να μυρίσω τη θάλασσα. Παρά το τείχος των πολυκατοικιών που έκλειναν τον ορίζοντα της πόλης, η θάλασσα, ζωντανή, μυροβόλος είχε τη δύναμη να εισχωρεί ανάμεσα στους στενούς κάθετους δρόμους και να ανακατεύεται με τα καυσαέρια και την δυσοσμία του καθημερινού μόχθου. Στο τελευταίο φανάρι πριν βγούμε στον παραλιακό δρόμο επιτέλους την είδα… Όχι, δεν ήταν η θάλασσα των παιδικών μου περιπάτων, αυτή που μας ράντιζε με τους ξιπασμένους αφρούς της, που γουργούριζε στο πεζουλάκι της προκυμαίας ή χυνόταν θυμωμένη μπροστά στις εξώπορτες των σπιτιών μας. Τώρα έμενε απόμακρη…Στο βάθος … Μια γλώσσα από χορτάρι, ένα λιβάδι φρέσκο καταπράσινο να μας χωρίζει…Να χρειαστεί να τρέξω για να την φτάσω… Να μένει μακριά απ’ τα μπαλκόνια και τους ονειροπόλους. Το αυτοκίνητο με αργό ρυθμό πέρασε από την πλατεία με τον έφιππο Κεμάλ και τον κήπο του ξενοδοχείου Εφές Παλλάς. Βρήκα τα πρώτα σημάδια της δικής μου Σμύρνης κι ύστερα τα στρωμένα τραπέζια του «Ντενίζ» μου έφεραν στο στόμα γεύση από τηγανισμένα μύδια και λεμονάτες γαριδούλες. Γεμάτα πεζοδρόμια, τραπεζάκια και δυνατές μουσικές, κράχτες των μαγαζιών, μυρωδιές από ναργιλέδες και νεολαία αραγμένη στο γκαζόν, οι φυλαγμένες πολύτιμες εικόνες μου, είχαν γίνει κομματάκια, χαρτάκια κακοπαθημένα στο καλντερίμι. Πού χάθηκε η προκυμαία όπου περπατούσαμε με τους συμμαθητές μου χαζεύοντας τα καραβάκια που έφταναν από το Κορδελιό; « Να το λες Καρσίγιακα, αλλιώς δεν το καταλαβαίνουν…» με συμβούλευε η Ευτυχία. Πώς μεταλλάχτηκε σε Κέντρο Τέχνης το γαλλικό προξενείο με τις τρεις επιβλητικές καμάρες του; Από πού ξεφύτρωσε αυτό το εκκεντρικό χάλκινο σύμπλεγμα σχεδόν απέναντι από το παλιό διαμέρισμά μας; Οχτώ μέτρα ύψος, δέκα έφιπποι να δείχνουν τη δύση. «Είναι το δέντρο της Δημοκρατίας!» μου εξήγησε με περηφάνια ο οδηγός μου κι έστριψε δεξιά για το ξενοδοχείο μου. Ίσα που πρόλαβα να ξεχωρίσω την ελληνική σημαία πάνω από το αέτωμα του μπαλκονιού στο σπίτι της Ιωάννας.
Είχα διαλέξει να μείνω στο ξενοδοχείο που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το ελληνικό προξενείο. Με τους δεκαοχτώ ορόφους του το ξενοδοχείο ξεχώριζε ανάμεσα στις πολυκατοικίες της προκυμαίας «σαν καλός γίγαντας πίσω μας» έλεγε η Ιωάννα. Ένιωσα νυχιές στο στομάχι μου απ’ τη συγκίνηση κι από το δέος του ύψους όταν στάθηκα μπροστά στο παράθυρο του δωματίου μου. Η θάλασσα που αγνάντευα από το μπαλκόνι μας ήταν πάλι εκεί… Ναι, από άλλη απόσταση σίγουρα, δεν άκουγα τον παφλασμό της ούτε μύριζα τα χνώτα του βυθού της. Είχα διανύσει κι εγώ μεγάλη απόσταση μέχρι να ξαναβρεθώ κοντά της. Τριάντα χρόνια… Όμως την είχα πάλι εκεί μπροστά μου…Σκοτεινή έτσι όπως ο μαβής ουρανός έδινε χώρο στη νύχτα, η ανάσα της ανέβαινε ψηλά, μέχρι το μπαλκόνι μου, η υγρασία της μούσκευε το δέρμα μου ή μήπως ήταν η καρδιά μου που ξεσπούσε σε κλάματα; Έβλεπα τα κεραμίδια του ελληνικού προξενείου, εκεί όπου είχα παίξει τόσα απογεύματα, ξεχώρισα την ταράτσα της πολυκατοικίας μας. Τα φωτισμένα καραβάκια που πηγαινοέρχονταν στο Κορδελιό, όπως τότε…Ο θόρυβος του παραλιακού δρόμου έφτανε αδύναμος στα αυτιά μου, ξεθωριασμένες μουσικές και στο βάθος τα πλοία αρόδου έκλειναν τον ορίζοντα, ακίνητα να θυμίζουν την απάθεια των ξένων στην απελπισία και το θανατικό της προκυμαίας. Γιατί τώρα πια ήξερα… Όσο κι αν είχε προσπαθήσει η Ευτυχία να προστατέψει την παιδική μου αθωότητα. Να ζυμώσει μέσα μου την ανοχή με τον σεβασμό για κάθε τι το διαφορετικό. Η προκυμαία της απόγνωσης και της προσφυγιάς δεν υπήρχε πια, ο χωροταξικός νεωτερισμός των Τούρκων θέλησε να σβήσει από την συνείδηση των κατοίκων την ιστορική μνήμη της πόλης. Όμως το σπίτι της Ιωάννας, χωρίς να γέρνει πια μετά από την ριζική του αναπαλαίωση έμενε εδώ στη παραλία μοναδικός μάρτυρας της ιστορίας. Μάρτυρας και της τελευταίας συνάντησής μας την ώρα που αποχαιρέτησα την Ιωάννα και τους γονείς της. Είχε σκύψει η μητέρα της να με φιλήσει καθώς της έδινα τα λουλούδια που κρατούσα. Τα μαλλιά της μύριζαν θάλασσα. Πρόλαβα και της ψιθύρισα… «Θα μείνω εγώ…να ακούω τις ψυχές τους». Μου φάνηκε ότι ένιωσε ανακούφιση. Μετά σταθήκαμε μπροστά στη σιδερένια πόρτα για μια αναμνηστική φωτογραφία. Οι τρεις μας, η Ιωάννα, η Ευτυχία κι εγώ…
Ανακαλύψτε περισσότερα για το βιβλίο της Ιφιγένειας Θεοδώρου Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη.