Διαβάστε παρακάτω την αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε ο Georgi Gospodinov στον Γρηγόρη Μπέκο για το Βήμα, με αφορμή το μυθιστόρημά του Περί φυσικής της μελαγχολίας (μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου).
Μεταμοντέρνα βαλκανική λογοτεχνία. Σε πολλούς φαντάζει παράταιρη η σύνδεση αυτών των λέξεων. Αλλωστε και οι τρεις βαρύνονται από παρανοήσεις ή προκαταλήψεις. Η αλήθεια όμως είναι ότι ανέκαθεν υπήρχαν συγγραφικές μονάδες στη Νοτιανατολική Ευρώπη που υπηρετούσαν μια λογοτεχνία ποιοτική, πειραματική και συγχρόνως απαιτητική, ενίοτε στην αιχμή των καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Οσοι λ.χ. έχουν διαβάσει έργα του Ντανίλο Κις, του Μίλοραντ Πάβιτς ή της Ντούμπραφκα Ούγκρεσιτς, σίγουρα θα καλωσορίσουν την πρώτη εμφάνιση στα ελληνικά ενός βιβλίου του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ.
Μύθος και βιογραφία
Ο βούλγαρος συγγραφέας, γεννημένος το 1968 στην πόλη Γιάμπολ, ένας από τους πλέον μεταφρασμένους και αναγνωρισμένους στο εξωτερικό, μας συστήνεται με το μυθιστόρημά του Περί φυσικής της μελαγχολίας. Πρόκειται για ένα γοητευτικό και παράξενο βιβλίο που οργανώνεται (και επεκτείνεται διακλαδιζόμενο) γύρω από μια κεντρική εικόνα, τον Μινώταυρο. Αποτελεί ουσιαστικά μια ιδιαίτερη μείξη μύθου και βιογραφίας (με την πιο διασταλτική έννοια του όρου η τελευταία, γιατί δεν είναι μόνο ατομική, αλλά οικογενειακή και κοινωνική, εν τέλει εθνική).
Τις προάλλες, όταν συνομίλησε με «Το Βήμα», ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ είχε μόλις προσγειωθεί με το αεροπλάνο από ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Ισπανία. Στις αρχές του εφετινού καλοκαιριού είχε επιστρέψει στη Σόφια από τη Νέα Υόρκη, όπου πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο ως υπότροφος της περίφημης Δημόσιας Βιβλιοθήκης (NYPL) και του Cullman Center.
«Στην πραγματικότητα δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν έχω επιστρέψει. Στο μεταξύ κυκλοφόρησε και το καινούργιο μου βιβλίο «Ολα τα σώματά μας». Περιλαμβάνει πολύ μικρές ιστορίες, η μικρότερη είναι τρεις λέξεις και η εκτενέστερη είναι περίπου μιάμιση σελίδα. Μάλιστα, σε μια παρουσίαση, στο Μπουργκάς, συνάντησα έναν έλληνα μεταφραστή και μου είπε πως κατάφερε να δημοσιεύσει διηγήματά μου σε κάποιες ανθολογίες. Κοντολογίς, είναι κάπως χαοτική τούτη η εποχή. Το φθινόπωρο μου αποσπά την προσοχή. Περιμένω τις βροχές ώστε να συνεχίσω να γράφω απρόσκοπτα το νέο μου μυθιστόρημα».
Από την ποίηση στο μυθιστόρημα
Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Γιατί ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ ξεκίνησε ως ποιητής, και μάλιστα βραβευμένος. Τι τον έσπρωξε στο μυθιστόρημα; «Αχ, τότε που έγραφα μόνο ποίηση ήταν η χρυσή εποχή. Κι ακόμα αναρωτιέμαι γιατί στην ευχή κάποιος αποφασίζει να γράψει μυθιστορήματα. Ο ανθρώπινος βίος είναι εξαιρετικά μικρός για τα πραγματικά μεγάλα μυθιστορήματα· τα σπουδαία εννοώ, όχι τα πολυσέλιδα. Πολλώ δε μάλλον για κάποιον που γράφει αργά όταν καταπιάνεται με αυτό το είδος, όπως εγώ. Ουσιαστικά όμως δεν νομίζω ότι εγκατέλειψα ποτέ την ποίηση. Ακόμα κι όταν γράφω μυθιστορήματα, τα οποία είναι αρκούντως τρελά, πάντοτε προσπαθώ να περάσω σ’ αυτά την ποίησή μου, κρυφά και λαθραία. Το πρώτο μου, το «Φυσικό μυθιστόρημα», υπήρξε άμεσο απότοκο αυτών που σας λέω. Ποτέ δεν είχα γράψει πεζά στο παρελθόν. Είπα μέσα μου πως είχα το δικαίωμα να αποτύχω, αισθανόμουν ελεύθερος, ήθελα να το αποπειραθώ και μετά να ξαναγυρίσω στην ποίηση. Και εντελώς απρόσμενα, το μυθιστόρημα άρχισε να διασχίζει τα σύνορα και μεταφράστηκε σε περίπου 20 γλώσσες, γεγονός που με εξέπληξε λιγάκι. Δεν μου άρεσε, βέβαια, το καλούπι μιας τέτοιας δουλειάς, να περιοριστώ σε ένα είδος και να βγάζω ένα μυθιστόρημα κάθε δύο χρόνια. Γι’ αυτό ακριβώς συνέχισα να γράφω ποίηση, διηγήματα, θεατρικά έργα, ένα λιμπρέτο για όπερα ή ένα graphic novel. Ωσπου να συσσωρευτούν επαρκείς ιστορίες για το επόμενο μυθιστόρημα. Το καλό με το μυθιστόρημα είναι, όπως εγώ το καταλαβαίνω, ότι μπορεί να συμπεριλάβει όλα τα υπόλοιπα είδη σαν μια μήτρα. Το μυθιστόρημα είναι όπως η Κιβωτός του Νώε. Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αναδύθηκε και το «Περί φυσικής της μελαγχολίας».
Η ιστορία της μελαγχολίας
Το βιβλίο αυτό έχει λαβυρινθώδη μορφή. Γιατί; «Ο λαβύρινθος είναι η φυσική μορφή που λαμβάνουν οι αφηγήσεις μας αλλά και οι ζωές μας. Αρχίστε λ.χ. να λέτε μια ιστορία και σύντομα θα διαπιστώσετε πόσες φορές σταματάτε, ξαναγυρνάτε πίσω, παρεκκλίνετε ασυναίσθητα προς άλλες κατευθύνσεις, μπαίνετε σε πλάγιους διαδρόμους. Αυτή είναι η φόρμα! Και θέλησα το μυθιστόρημά μου να την ακολουθήσει επειδή υπάρχει μια φωνή στο βιβλίο, αυτή του πρωταγωνιστή, η οποία διηγείται σε πρώτο ενικό πρόσωπο τις ιστορίες του πατέρα και του παππού, την ιστορία του Μινώταυρου αλλά και την ιστορία της μελαγχολίας, όχι μόνο του 20ού αιώνα αλλά και τη σημερινή. Πείτε μου, υπήρχε τρόπος όλα αυτά να μην είναι ένας λαβύρινθος; Ο λαβύρινθος τοποθετείται πιο κάθετα στον χρόνο απ’ ό,τι στον χώρο. Εδώ επομένως δεν υπάρχουν μεταμοντέρνες παγίδες. Αντιθέτως απευθύνομαι ευθέως στους αναγνώστες και τους λέω «εδώ σταματάμε». Διότι πλέον δεν γράφουμε τα μυθιστορήματά μας όπως στον 19ο αιώνα, κι αυτό το λέω με κάποια απογοήτευση. Το μυθιστόρημα πάντως δεν είναι ένα τρένο που αναχωρεί από το σημείο Α για να φτάσει γραμμικά στο σημείο Β. Το μυθιστόρημα είναι ένας λαβύρινθος στον οποίο μπαίνουμε όλοι οικειοθελώς για να απελευθερώσουμε εκεί μέσα, στους διαδρόμους του, τους δικούς μας Μινώταυρους, τους δαίμονες και τους φόβους μας. Υπάρχουν μοναχικοί Μινώταυροι που λουφάζουν μέσα στον καθένα μας».
Η παιδική εγκατάλειψη
Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ μας αναγκάζει να δούμε μια όψη του Μινώταυρου που πολλοί δεν είχαμε καν σκεφτεί, δηλαδή την «αποσιωπημένη ιστορία» του. «Αν διαβάσουμε τον μύθο προσεκτικά, με λίγη συμπόνια, θα ανακαλύψουμε μια απίστευτη αδικία που αποκρύπτεται επί μακρόν. Ο Μινώταυρος ήταν, στην πραγματικότητα, ένα εγκαταλειμμένο παιδί, που σε ηλικία 3-4 ετών κλειδώθηκε από τον πατέρα του, τον Μίνωα, στο υπόγειο. Εχω διαβάσει τα πάντα στην αρχαία γραμματεία σχετικά με τον Μινώταυρο και δεν βρήκα ούτε μια στάλα έλεος για εκείνον, πέρα από «τέρας», «ντροπή» κ.τ.λ. Το θέμα της παιδικής εγκατάλειψης είναι ένα από τα βασικότερα του βιβλίου. Η πρώτη εικόνα που ανακάλεσα όταν άρχισα να το γράφω ήταν μια ανάμνηση του εαυτού μου, εγώ, ως πιτσιρικάς, σε μια μικρή πόλη του βουλγαρικού Νότου στη δεκαετία του 1970. Κάθομαι δίπλα στο παράθυρο. Το σπίτι μας ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο, που βρισκόταν στο υπόγειο, για την ακρίβεια στο ημιυπόγειο. Το παράθυρο έφτανε στο επίπεδο του δρόμου, οι γονείς μου δεν είχαν γυρίσει ακόμα από τη δουλειά, ήμουν μόνος και φοβισμένος, είχα κουλουριαστεί στο περβάζι και παρατηρούσα το τελευταίο φως του προχωρημένου απογεύματος. Πίσω μου, στο εσωτερικό του χώρου, απλωνόταν ένα πηχτό σκοτάδι. Εισήλθα σε αυτή την ανάμνηση καθώς σκεφτόμουν το μυθιστόρημα και, κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα πως υπήρχε κι άλλο ένα τέτοιο πλάσμα που ζούσε μοναχό του μέσα σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο. Με αυτόν τον τρόπο συναντήθηκαν στο κείμενό μου το αγόρι Μινώταυρος του μύθου και το αγόρι Μινώταυρος από τη δεκαετία του ’70. Από εκεί άρχισαν όλα. Είναι όμως και ένα μυθιστόρημα που αναδεικνύει, πιστεύω, και την αλλαγή στην οπτική μας γωνία, αλλά και τη σημασία της ενσυναίσθησης που μας βοηθά να δούμε τον άλλον με ανανεωμένη ματιά» υπογράμμισε ο βούλγαρος συγγραφέας.
Ο αφηγητής του στο βιβλίο, το alter ego του, πάσχει από «παθολογική ενσυναίσθηση ή εμμονικό ενσυναισθητικό-σωματικό σύνδρομο». Μπορεί να ακούγεται τρομακτικό, πλην όμως είναι απολύτως απαραίτητο. «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε κανείς να γράψει λογοτεχνία χωρίς αυτή την υπερ-ενσυναίσθηση. Στο μυθιστόρημα, αυτή η ικανότητα ή αρρώστια είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ήρωας μπαίνει μέσα στις ιστορίες των προγόνων του αλλά και στα σώματα των υπόλοιπων ζωντανών πραγμάτων».
Τότε συζητήσαμε με τον Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ την απίστευτη σκηνή όπου περιγράφει το «ζωντανό μουσείο του σοσιαλισμού» με τους συμπατριώτες του. Παλαιότερα ο ίδιος είχε επιμεληθεί έναν τόμο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Εζησα τον σοσιαλισμό – 171 προσωπικές ιστορίες. Υπάρχει θετική και αρνητική νοσταλγία;
«Ως συγγραφέας, το να συλλέγω προσωπικές ιστορίες είναι για μένα εξόχως σημαντικό. Ο βουλγαρικός «υπαρκτός σοσιαλισμός» φαινόταν ήσυχος και ήπιος, πλην όμως, όπως κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, διέβρωσε και διέφθειρε κάθε άτομο ξεχωριστά. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι νιώθουν νοσταλγία για το παρελθόν τους και τη νιότη τους, αλλά κατά έναν ανόητο τρόπο θεωρούν, ή τους έχουν διαμορφώσει έτσι ώστε να θεωρούν, ότι τα νιάτα τους και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» είναι συνυφασμένα φυσικώ τω τρόπω. Ε, λοιπόν, δεν είναι!» τόνισε ο συγγραφέας που, επιπροσθέτως, προβαίνει σε κάποιες εύστοχες παρατηρήσεις για τα «μικρά έθνη» και τα σύνδρομά τους.
Υπάρχουν, αντιστοίχως, και τέτοια λογοτεχνικά σύνδρομα; «Η περιφέρεια είναι γεμάτη ιστορίες και, πολλές φορές, ο τρόπος με τον οποίο τις αφηγούνται οι συγγραφείς της είναι πολύ πιο θαρραλέος απ’ ό,τι του κέντρου. Το πρόβλημα είναι τα στερεότυπα. Για παράδειγμα, μια φορά έλαβα την ακόλουθη απάντηση από έναν δυτικό εκδοτικό κολοσσό για το «Περί φυσικής της μελαγχολίας»: το μυθιστόρημά σας είναι πολύ καλό αλλά δεν είναι αρκετά ανατολικοευρωπαϊκό».
Το σύνδρομο των γειτόνων
Στο τέλος αναρωτηθήκαμε μαζί γιατί, ενώ είμαστε τόσο κοντά, ξέρουμε τόσο λίγα ο ένας για τον άλλον. «Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία αποτέλεσαν μέρος της φιλολογικής μου εκπαίδευσης και στην πορεία ενσωματώθηκαν στα προσωπικά μου ενδιαφέροντα. Ειδικά από τον εικοστό αιώνα, ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ο Καζαντζάκης υπήρξαν ουσιαστικό κομμάτι των νεανικών μου αναγνώσεων. Για να είμαι ειλικρινής όμως, δεν γνωρίζω καλά τη λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα των τριών τελευταίων δεκαετιών, όπως φαντάζομαι ότι κι εσείς δεν ξέρετε πολλά για τη σύγχρονη βουλγαρική λογοτεχνία. Αυτό συνιστά ένα τυπικό σύνδρομο των γειτόνων, συνήθως δεν πολυενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλον. Ελλειμμα περιέργειας και πλήθος στερεοτύπων. Πριν από λίγο καιρό, ένας συγγραφέας από την Κεντρική Ευρώπη είπε, με περισσή αλαζονεία, ότι κανείς δεν περιμένει ένα μεγάλο μυθιστόρημα από τη Βουλγαρία, το πολύ-πολύ καμιά ντομάτα εξαιρετικής ποιότητας. Ετσι μιλάς αν έχεις εσωτερικεύσει τα στερεότυπα. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι η κατάσταση έχει αρχίσει να αλλάζει. Αν είσαι ένας Βούλγαρος που ταξιδεύει με μεγαλύτερη συχνότητα στην Ελλάδα, ή το αντίθετο, ένας Ελληνας που επισκέπτεται συχνά τη Βουλγαρία, και έχεις δοκιμάσει ένα καλό κρασί, τα ψάρια ή τις ντομάτες του τόπου, έρχεται μοιραία ίσως η στιγμή που αναζητάς και κάτι παραπάνω, κάτι να διαβάσεις απ’ αυτή τη χώρα ή να γίνεις λίγο πιο περίεργος για άλλα ζητήματα που την αφορούν. Εχω την αίσθηση ότι σε αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε τώρα, Βούλγαροι και Ελληνες».