Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Manuel Vilas στον Γρηγόρη Μπέκο για την εφημερίδα Το Βήμα, με αφορμή το νέο του βιβλίο Ορδέσα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Αρκετοί λογοτέχνες γράφουν για τον εαυτό τους. Σημαντικοί ωστόσο είναι εκείνοι οι λογοτέχνες που, γράφοντας για τον εαυτό τους, καταφέρνουν να γράψουν και για τους άλλους, δηλαδή να καθρεφτίσουν συλλογικά, πανανθρώπινα, τη δική τους εμπειρία. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι καθόλου εύκολο. Πολλοί αποτυγχάνουν. Οι αιτίες ποικίλλουν. Μία όμως από τις κυριότερες είναι η διαχείριση της κοινοτοπίας. Διότι αποδεικνύεται εξαιρετικά λεπτή η γραμμή που χωρίζει ένα κείμενο παντελώς αδιάφορο από κάποιο άλλο, όπως εν προκειμένω, βραδυφλεγώς σπαρακτικό. «Είμαστε κοινότοποι, κι όποιος δεν παραδέχεται την κοινοτοπία του είναι ακόμα πιο κοινότοπος» τονίζει ο Μανουέλ Βίλας στην Ορδέσα που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, ένα από τα σημαντικότερα μεταφρασμένα βιβλία που θα διαβάσετε εφέτος. Ο τίτλος παραπέμπει σε μια περιοχή της Βόρειας Ισπανίας, σε μια ορεινή κοιλάδα των Πυρηναίων η οποία έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του 58χρονου ποιητή και πεζογράφου από το Μπαρμπάστρο. Κοντολογίς, με τι ασχολείται ο Βίλας σε αυτό το υβριδικό έργο ―ο ίδιος το χαρακτηρίζει μυθιστόρημα― μεταξύ βιωματικής καταγραφής και δοκιμίου πολιτισμικής κριτικής; Με τη ζωή του και τη ζωή των γονιών του. Και πώς αυτό συνδέεται με τις δικές μας ζωές; Θα καταλάβετε αφού φτάσετε στο τέλος ετούτης της συνομιλίας...
Κύριε Βίλας, έχετε εκδώσει πολλά βιβλία. Τι συνέβη όμως με την «Ορδέσα» στην Ισπανία και κατόπιν στο εξωτερικό; Πώς εξηγείτε εσείς αυτή την επιτυχία του συγκεκριμένου βιβλίου;
«Οι σχέσης γονέων και παιδιών είναι ένα από τα μεγάλα θέματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εγώ αφηγήθηκα την ιστορία του πατέρα μου και της μητέρας μου ξεκινώντας από ένα αίσθημα βαθύτατης αγάπης. Επιθυμία μου ήταν να διασώσω τη μνήμη της οικογένειάς μου, μιας οικογένειας της μεσαίας τάξης από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 του περασμένου αιώνα. Στο μυθιστόρημά μου ήταν σημαντικό για μένα να δώσω τα χαρακτηριστικά αυτής της μεσαίας τάξης: πώς ζούσαν, τα αυτοκίνητα που είχαν, τις οικιακές συσκευές τους, πώς ντύνονταν, πώς μιλούσαν, πώς ήταν. Στη δεκαετία του ’60 εδραιώθηκε η μεσαία τάξη σε όλον τον δυτικό κόσμο. Το μυθιστόρημά μου διαδραματίζεται αυτήν ακριβώς την ιστορική στιγμή κατά την οποία εδραιώνεται η μεσαία τάξη και η Ιστορία κάνει ένα βήμα μπρος. Αν τον 19ο αιώνα είχαμε τη Διεθνή του προλεταριάτου, τον 20ο είχαμε τη Διεθνή της μεσαίας τάξης».
Φαίνεται ότι το βιβλίο αυτό προέκυψε ενόσω βρισκόσασταν σε ένα σταυροδρόμι πολλαπλών προσωπικών κρίσεων...
«Άρχισα να το γράφω μετά τον θάνατο της μητέρας μου, τον Μάιο του 2014, έναν θάνατο που συνέπεσε με τη διαδικασία του διαζυγίου μου. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι αποχαιρετούσα δύο οικογένειες: την πατρική μου και αυτήν που είχα δημιουργήσει εγώ. Έμενα χωρίς οικογένεια. Ταυτόχρονα, στις 9 Ιουνίου του 2014, έκοψα το αλκοόλ. Κατάλαβα ότι το αλκοόλ είχε καταστρέψει τη ζωή μου. Σχεδόν με το που έκοψα το ποτό, ξανάρχισα να ζω. Αυτές οι περιστάσεις συνόδεψαν το γράψιμο του βιβλίου: ο θάνατος της μητέρας μου, το διαζύγιο και το αλκοόλ, κάτι σαν Αγία Τριάδα, από την οποία η Ορδέσα τρέφεται συνεχώς. Αν όμως στη ζωή σου δεν συμβαίνουν πράγματα, όποια κι αν είναι, αυτό σημαίνει ότι δεν ζεις. Η ζωή είναι γεγονότα, συμβάντα. Αν δεν σου συμβαίνει τίποτα, τότε μάλλον δεν είσαι ζωντανός. Κατάφερα να συνδέσω εννοιολογικά τον θάνατο της μητέρας μου με το διαζύγιο. Ο θάνατος της μητέρας μου με φώτισε και μου χάρισε αυτογνωσία, ακόμα και μια έντονη αίσθηση ομορφιάς».
Το βιβλίο σας είναι, αν μη τι άλλο, επίπονο και μελαγχολικό. Κόντρα στο ρεύμα, θα έλεγε κανείς, της αναγκαστικής «ευζωίας» και «ευτυχίας» που κυριαρχούν εκκωφαντικά στη σύγχρονη εκδοτική βιομηχανία.
«Οι άνθρωποι φοβούνται τη ζωή, τα πάθη της ζωής. Δεν αξίζει τον κόπο να φτάσεις τα ενενήντα με αντίτιμο να έχεις ζήσει χωρίς πάθη. Η μελαγχολία γεννιέται απ’ το να έχεις ζήσει τη ζωή σου παθιασμένα. Ερχόμαστε στη ζωή για να τη ζήσουμε έντονα. Οι άνθρωποι το ξεχνάμε αυτό. Δεν είμαστε αρνάκια. Η Ορδέσα είναι ένα τεράστιο ναι στη ζωή, Περιέχει ό,τι περιέχει και η ζωή. Η ζωή είναι πόνος, αλλά και τον πόνο πρέπει κανείς να τον ζει με πάθος. Μου ΄ρχεται στον νου το Μπάρι Λίντον του Κιούμπρικ. Αυτή η ταινία είναι γεμάτη μελαγχολία που πηγάζει απ’ την ικανοποίηση των παθών της ζωής. Μελαγχολία και ομορφιά γίνονται ένα. Κι εγώ στέλνω ένα μήνυμα στους αναγνώστες μου, ότι πρέπει να υψώσουν τη ζωή τους μέχρι το πάθος και την ομορφιά. Σ’ αυτό χρησιμεύει η λογοτεχνία».
Η καρδιά της «Ορδέσας» είναι η απώλεια των γονέων σας. Σας αποκαλύφθηκε κάτι αφότου ολοκληρώσατε το βιβλίο;
«Συνειδητοποίησα ότι το μείζον μυστήριο της ζωής μου είναι ότι δεν ξέρω ποιοι ήταν ο άνδρας και η γυναίκα που μ’ έφεραν σ’ αυτόν τον κόσμο. Συζητώντας με πολλούς αναγνώστες, όχι μόνο στην Ισπανία αλλά και στο εξωτερικό, καταλήγω ότι αυτό το μυστήριο είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη υπόσταση. Το βιβλίο μου αναζητεί την ταυτότητα του άνδρα και της γυναίκας που έγιναν ο πατέρα μου και η μητέρα μου».
Επειδή εσχάτως διακινείται και πάλι ο όρος autofiction (αυτομυθοπλασία) και μάλιστα βαφτίζεται «πρωτοπορία», θα ήθελα να μου πείτε πώς τον αντιλαμβάνεστε εσείς. Επιπλέον, τι σημαίνει «ειλικρίνεια» στη λογοτεχνία;
«Εμένα η λέξη αυτομυθοπλασία δεν με πείθει. Εν προκειμένω, η ακριβέστερη λέξη θα ήταν η αυτοβιογραφία. Εν πάση περιπτώσει, όμως, έχω την εντύπωση ότι οι αναγνώστες ουδόλως ενδιαφέρονται για την τεχνική με την οποία είναι γραμμένο ένα βιβλίο. Θέλουν από ένα βιβλίο να τους γεννήσει συναισθήματα, να τους αγγίξει την καρδιά, να τους πει κάτι. Όταν ζεις σ’ ένα σπίτι που σου αρέσει, δεν περνάς όλη σου τη μέρα ρωτώντας τον αρχιτέκτονα αν για να το χτίσει χρησιμοποίησε ξύλο, μπετόν τούβλα, τσιμέντο ή αλουμίνιο. Το ίδιο σου κάνει. Εσύ απλώς χαίρεσαι το σπίτι. Έτσι το βλέπω κι εγώ. Η αρετή της ειλικρίνειας στην οποία αναφέρεστε, έχοντας διαβάσει την Ορδέσα, βασίζεται στο ότι ολόκληρο το μυθιστόρημα επιζητεί να καταλάβει και όχι να κρίνει. Προσπάθησα να καταλάβω πώς ήταν η οικογένειά μου. Δεν κρίνω κανέναν. Και όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος χαρακτηρίζονται από μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής τους, τη στιγμή της αλήθειας.
Το κίτρινο χρώμα και η μουσική... Δεν γίνεται να μην πούμε γι’ αυτά.
«Η μητέρα μου μού είπε μια φορά ότι τα παιδιά μου θα μου συμπεριφέρονταν όπως ακριβώς συμπεριφερόμουν εγώ σ’ αυτήν. Η μητέρα μου παραπονιόταν που δεν πήγαινα συχνά να τη δω και δεν σήκωνα το τηλέφωνο όταν με καλούσε. Κι αυτή η προφητεία της εκπληρώθηκε. Τι ωραία ειρωνεία! Όλα τείνουν να επαναλαμβάνονται. Ο Νίτσε μίλησε περί αιώνιας επιστροφής, κι εγώ πιστεύω ότι αυτή η αιώνια επιστροφή αφορά και τις οικογένειες, ότι είναι ένας συναισθηματικός λαβύρινθος, γεμάτος παρανοήσεις. Αυτή η επανάληψη των παρανοήσεων συμβολίζεται στο βιβλίο με το κίτρινο χρώμα, που για μένα είναι το χρώμα της μνήμης και το χρώμα της τρέλας. Στο μυθιστόρημα, όλα τα πρόσωπα έχουν ονόματα μεγάλων μουσικοσυνθετών, γιατί για μένα τα πρόσωπα της οικογένειάς μου είχαν μέσα τους μουσική. Μια μέρα αντιλήφθηκα ότι η νοοτροπία του πατέρα μου έμοιαζε με τη μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, και της μητέρας μου με του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Οπότε, βάφτισα όλη μου την οικογένεια με τα ονόματα των σπουδαίων μουσικοσυνθετών. Μετέτρεψα το παρελθόν μου σε ιστορία της μουσικής. Μπορεί λογοτεχνικά να ήταν ριψοκίνδυνο, αλλά πιστεύω ότι λειτουργεί καλά στο μυθιστόρημα. Ο Νίτσε έλεγε πως η ζωή χωρίς μουσική θα ήταν σφάλμα, και έχει δίκιο. Αλλά υπάρχει και μουσική που δεν ηχεί, η ενδόμυχη μουσική της μοναξιάς μας. Οι γιοι μου ονομάζονται Βιβάλντι και Μπραμπς. Μια οικογένεια ταπεινής καταγωγής υψώθηκε στην αριστοκρατία της τέχνης χάρη στη δύναμη της λογοτεχνικής φαντασίας. Η φαντασία είναι θαυμαστό όπλο κοινωνικής αναρρίχησης».
Συσχετίζετε τον θάνατο με τον καπιταλισμό στο βιβλίο σας...
«Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μου τηλεφώνησε ένας γιατρός, στις τρεις τα ξημερώματα, αρκετά θυμωμένος, επειδή δεν του είχα πει ότι ο πατέρας μου είχε βηματοδότη. Μου είπε ότι με βηματοδότη δεν μπορούσε να γίνει αποτέφρωση και ότι η αφαίρεση του βηματοδότη είχε ένα κόστος. Αναλογίστηκα τότε όσο ακριβής είναι ο καπιταλισμός, γιατί ξέρει να κοστολογεί τα πάντα. Ο καπιταλισμός αγαπάει την ακρίβεια όσο και η ποίηση ή η επιστήμη. Για να μη σας πω ότι ο καπιταλισμός είναι πιο ακριβής απ’ ό,τι η επιστήμη. Μετά αναλογίστηκα τον πατέρα μου που είχε αγωνιστεί όλη του τη ζωή για έναν μισθό. Τον φόβο της φτώχειας τον κληρονόμησα από την οικογένειά μου. Τον φόβο της οικονομικής καταστροφής. Έχω περάσει όλη μου τη ζωή μ’ αυτόν το φόβο. Έχω περάσει όλη μου τη ζωή δουλεύοντας».
Ο επίλογος του βιβλίου («Η οικογένεια και η Ιστορία») είναι μια ακραιφνώς ποιητική εκδοχή της «Ορδέσας». Γιατί;
«Τα ποιήματα του τέλους αφηγούνται την ίδια ιστορία με το μυθιστόρημα, αλλά το κάνουν από ένα άλλο πρίσμα. Ήθελα η ιστορία της οικογένειάς μου να μπορεί να ιδωθεί και μέσα από την ποίηση. Είναι ποιήματα αφηγηματικά, που ενισχύουν την ένταση της πρόζας. Είναι σαν το μυθιστόρημα, στο τέλος, να εξερράγη σε μια ποιητική φαντασμαγορία, κάτι σαν επιστέγασμα ομορφιάς και πάθους».
Η λογοτεχνία παραμένει πολιτική στις μέρες μας; Με ποιον τρόπο;
«Η λογοτεχνία έχει πάντα πολιτική σκοπιμότητα, γιατί είναι κοινωνική τέχνη. Η δική μου λογοτεχνία αναζητεί την έκφραση της ελευθερίας. Ακριβώς επειδή ζούμε σε καιρούς ζοφερούς πρέπει ν’ αναζητούμε στη λογοτεχνία καταφύγιο, στήριγμα, παρηγοριά. Τη λογοτεχνία μόνο η αλήθεια την ενδιαφέρει. Εγώ πιστεύω στη χρησιμότητα της λογοτεχνίας, γιατί η λογοτεχνία είναι εγγύηση δημοκρατίας. Λογοτεχνία και ελευθερία είναι ένα και το αυτό. Ζούμε σε καιρούς ζοφερούς, ακριβώς επειδή αυτοί που μας κυβερνούν είναι ζοφεροί. Η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να ξεσκεπάζει κάθε μορφή τυραννίας και ψεύδους».
Σε σχέση με τον νέο κορωνοϊό (και στην Ισπανία) πώς τα βλέπετε τα πράγματα;
«Η πανδημία έχει αλλάξει τον κόσμο. Σήμερα ο κόσμος είναι χειρότερος. Ο ιός έχει σκοτώσει τον έρωτα και την ελευθερία. Πέρασα την καραντίνα μου μέσα σε μιαν αφόρητη θλίψη. Ο αριθμός των κρουσμάτων του ιού στην Ισπανία είναι από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη και στον κόσμο. Φαίνεται πως ο ιός έχει ερωτευτεί τους Ισπανούς. Περνάμε έναν από τους πιο αυστηρούς εγκλεισμούς στον κόσμο, και το λεγόμενο δεύτερο κύμα είναι απ’ τα σφοδρότερα στον κόσμο Φαίνεται πως είμαστε ο περιούσιος λαός του ιού. Ειρωνεύομαι, φυσικά. Αλλά μόνο με την ειρωνεία μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε αυτή την φρίκη. Το χρέος ενός συγγραφέα είναι επισημάνει ότι δεν μπορεί να είναι αυτό ζωή. Η ζωή υποβαθμίστηκε, ταπεινώθηκε. Τώρα πια μάθαμε πως η ζωή είναι να τρως μ’ έναν φίλο σε μια βεράντα, να γυρίζεις στα βιβλιοπωλεία, να κάνεις ηλιοθεραπεία, να πηγαίνεις σινεμά, να χάνεσαι στον δρόμο, να παίρνεις το τρένο, να φιλάς, να αγκαλιάζεις κάποιον άγνωστο. Όλα αυτά τα απλά πράγματα που τώρα δεν μπορούμε να τα κάνουμε, έχουν καταστεί τα πιο σημαντικά. Και δεν ξέρουμε καν αν η ζωή θα επιστρέψει όπως ήταν πριν από τον Φεβρουάριο του 2020. Αν μη τι άλλο, είμαστε οι τελευταίοι μάρτυρες μιας εποχής όπου μπορούσες να ζήσεις χωρίς μάσκα. Ίσως και να είμαστε οι τελευταίοι που έζησαν τη Χρυσή Εποχή της αγκαλιάς, των φιλών και της ζωής χωρίς φόβο».