Λεονόρ ντε Ρεκοντό: «Η τέχνη είναι ένα σύνολο» | Συνέντευξη στο ΒHMAgazino

Συνεντεύξεις Ιανουάριος 7, 2025

Η πολυβραβευμένη συγγραφέας και διακεκριμένη βιολονίστρια εξηγεί στο ΒΗΜΑgazino και τον Γιώργο Νάστο πώς συνδυάζει τις δύο ιδιότητές της και μιλάει για το καινούργιο μυθιστόρημά της Η μεγάλη πυρά, το οποίο διαθέτει ελληνικό άρωμα.

Πολυτάλαντη και δημιουργική, η Λεονόρ ντε Ρεκοντό έδειξε από πολύ νωρίς τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες, οι οποίες δεν πρέπει να εξέπληξαν κανέναν, καθώς γεννήθηκε το 1976 στο Παρίσι σε οικογένεια καλλιτεχνών, με μητέρα ζωγράφο και πατέρα γλύπτη. Αρχισε να παίζει βιολί σε ηλικία πέντε ετών. Από τότε ακολούθησε μια λαμπρή μουσική καριέρα με διεθνείς εμφανίσεις και δισκογραφία με έμφαση στο μπαρόκ. Της άρεσε ωστόσο πολύ και να γράφει. Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε το 2010 με το μυθιστόρημα «La Grâce du cyprès blanc». Εκτοτε εκδόθηκαν οκτώ ακόμα βραβευμένα βιβλία, μεταξύ των οποίων και η «Μεγάλη Πυρά», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ικαρος και ζωντανεύει, με πάθος και αφοσίωση στις ιστορικές λεπτομέρειες, τη Βενετία των αρχών του 18ου αιώνα.

Η μεγάλη πυρά

Πώς βρίσκετε την ισορροπία μεταξύ της δουλειάς σας ως συγγραφέως και του πάθους σας για το βιολί;  Οι δύο αυτές μορφές τέχνης αλληλοσυμπληρώνονται;

«Είμαι βιολονίστρια εδώ και πολύ καιρό. Ξεκίνησα στην ηλικία των πέντε ετών και πάντα ήξερα ότι ήθελα να κάνω καριέρα στη μουσική. Γύρω στην ηλικία των είκοσι, ειδικεύθηκα στο ρεπερτόριο του 17ου και του 18ου αιώνα και στη συνέχεια άρχισα να παίζω μπαρόκ. Κοντά στα τριάντα μου αποφάσισα ότι η λογοτεχνία έπρεπε πραγματικά να βρει μια θέση στη ζωή μου. Μέχρι εκείνη την εποχή διά- βαζα πολύ και έγραφα μικρά ποιητικά κείμενα. Αλλά τίποτα ουσιαστικό. Και τότε, μια μέρα, έκανα το πρώτο βήμα και ήμουν αρκετά τυχερή ώστε το παρθενικό μου μυθιστόρημα να εκδοθεί. Σήμερα η ζωή μου μοιράζεται μεταξύ συναυλιών και βιβλίων. Υπάρχουν περίοδοι γεμάτες ζωντανές εμφανίσεις και πρόβες και περίοδοι που είμαι περισσότερο επικεντρωμένη στη λογοτεχνία. Είναι ένα είδος εναλλαγής. Ακόμα κι αν μερικές φορές όλα μπλέκονται μεταξύ τους. Η μουσική είναι η τέχνη της συλλογικότητας. Η συγγραφή, από την άλλη πλευρά, είναι κάτι μοναχικό. Μου αρέσει να κάνω πότε το ένα και πότε το άλλο».

Μπορείτε να μας πείτε πώς οι εμπειρίες σας ως μουσικού επηρέασαν το συγγραφικό σας ύφος;

«Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς αντικειμενικά σε αυτό το ερώτημα. Μπορώ να πω ότι ένας μουσικός αμφισβητεί πολύ τον εαυτό του, τίποτα δεν θεωρείται ποτέ δεδομένο και αισθάνεται σαν να πρέπει συχνά να ξεκινάει από την αρχή. Με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζω και το γράψιμο. Απλώς δουλεύω πολύ και πάλι από την αρχή. Αυτό όσον αφορά το πρακτικό κομμάτι. Από υφολογική άποψη, η εμπειρία μου στη μουσική με κάνει να προσέχω πολύ τον ρυθμό και την “αναπνοή” του κειμένου».

Η μουσική και η λογοτεχνία είναι και οι δύο ισχυροί τρόποι έκφρασης συναισθημάτων. Πιστεύετε ότι ο ένας σάς επιτρέπει να εκφραστείτε πιο ελεύθερα από τον άλλον;

«Αισθάνομαι πολύ ελεύθερη και στα δύο. Αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Στη μουσική, είμαι μια ερμηνεύτρια. Δίνω φωνή στη μουσική κάποιου άλλου. Και γενικά το κάνω αυτό και με τους άλλους μουσικούς. Συνεργαζόμαστε και η στιγμή της συναυλίας είναι μια ουσιαστική ανταλλαγή μεταξύ ημών και του κοινού. Ζούμε το παρόν, και μερικές φορές αυτό είναι εξαιρετικά ευχάριστο. Οσον αφορά τη λογοτεχνία, είμαι μόνη μου, δεν έχω να λογοδοτήσω σε κανέναν, πηγαίνω όπου θέλω, γράφω ό,τι θέλω. Ενέχει μια απίστευτη ελευθερία. Η μοναξιά είναι δύσκολη, γιατί αναγκάζεσαι να παλεύεις συνεχώς με αμφιβολίες, αλλά ξέρω ότι είναι αναγκαία».

Θεωρείτε ότι η ζωντανή εκτέλεση μουσικής προσφέρει μια διαφορετική αίσθηση ευαλωτότητας σε σύγκριση με την έκδοση ενός βιβλίου; Πώς διαχειρίζεστε αυτές τις στιγμές;

«Είναι αλήθεια ότι μια συναυλία αποτελεί μια στιγμή μεγάλης ευαλωτότητας και ευαισθησίας. Δουλεύεις γι’ αυτή τη στιγμή και μετά τελειώνει. Ακόμα και αν η συναυλία ηχογραφηθεί, η εμπειρία έχει ολοκληρωθεί. Η ομορφιά μιας συναυλίας είναι αυτή η εφήμερη φύση της. Η δυσκολία δημιουργίας ενός μυθιστορήματος έγκειται στη διατήρηση της προσπάθειας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Χρειάζονται μήνες ή και χρόνια για να γράψεις ένα βιβλίο και πρέπει να κρατηθεί η ίδια πνοή από την αρχή μέχρι το τέλος. Εκεί έγκειται ο δικός μου κόπος: στο να διατηρώ την επιθυμία να συνεχίσω. Γι’ αυτό είμαι πάντα πολύ χαρούμενη όταν επιστρέφω στη μουσική, η οποία μού δίνει αυτόν τον αυθορμητισμό, αυτή την αίσθηση της ομορφιάς που είναι τόσο φευγαλέα».

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συνθέτες, συγγραφείς ή άλλοι καλλιτέχνες που σας εμπνέουν τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη μουσική σας; Πώς έχουν διαμορφώσει τη δημιουργική σας πορεία;

«Οι γονείς μου είναι εικαστικοί. Οταν μεγάλωνα, υπήρχαν πάντα πολλοί καλλιτέχνες στο σπίτι. Για εμένα, η τέχνη είναι ένα σύνολο. Αγαπώ την ιταλική αναγεννησιακή ζωγραφική και την ισπανική τέχνη, καλλιτέχνες όπως ο Γκόγια. Εχω μεγάλο πάθος για τον Ελ Γκρέκο, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη, αλλά και για τον Φράνσις Μπέικον. Διαβάζω πολύ, και τα βιβλία της Βιρτζίνια Γουλφ είναι πάντα κοντά μου. Εχει μια εξαιρετική αίσθηση του χρόνου στα μυθιστορήματά της. Ο χρόνος στις σελίδες τους διαστέλλεται. Η ανακάλυψη της μουσικής του Αρκάντζελο Κορέλι, ενός βιολιστή των αρχών του 18ου αιώνα που έζησε στη Ρώμη, ήταν μια αποκάλυψη για εμένα. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με την μπαρόκ μουσική ακούγοντας τις sonate da chiesa του. Υπάρχει μια ομορφιά και μια απλότητα στις συνθέσεις του που είναι μοναδικές».

Πώς ξεκινήσατε την έρευνα για την περίοδο που διαδραματίζεται η «Μεγάλη Πυρά»; Υπήρχαν συγκεκριμένες ιστορικές λεπτομέρειες ή γεγονότα που διαμόρφωσαν την εξέλιξη της ιστορίας;

«Η Πιετά είναι το κεντρικό κτίριο του βιβλίου. Το ίδρυμα αυτό, το οποίο είναι ένα είδος ορφανοτροφείου, άνοιξε τις πόρτες του το 1347 και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί τόπο κοινωνικής υποδοχής για τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ηθελα να καταλάβω πώς λειτουργούσε. Θεωρώ εξαιρετικό το γεγονός ότι ο χώρος αυτός όχι μόνο έσωσε τη ζωή των γυναικών και των παιδιών τους, αλλά τους προσέφερε και ένα πολύ υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Τον 18ο αιώνα οι μουσικοί της Πιετά ήταν οι καλύτεροι στην πόλη. Είχαν εξαιρετικούς δασκάλους στο άσυλο αυτό, συμπεριλαμβανομένου του Αντόνιο Βιβάλντι. Η Πιετά ήταν ένα δημόσιο ίδρυμα, δεν ήταν συνδεδεμένο με την Εκκλησία. Ζούσε από τις επιχορηγήσεις και την αιγίδα της πόλης. Η Βενετία έπαιρνε πολύ σοβαρά υπόψη της την εκπαίδευση των φτωχότερων κοριτσιών της. Με συγκίνησε πολύ αυτό».

Η μεγάλη πυρά

Ηθελα να σας ρωτήσω για τον Βιβάλντι. Γιατί επιλέξατε να τον συμπεριλάβετε στους χαρακτήρες του μυθιστορήματός σας;

«Ο Βιβάλντι είναι ένας από τους μεγαλύτερους βιολιστές όλων των εποχών και η μουσική του είναι γνωστή σε όλους. Κυρίως οι “Τέσσερις Εποχές”. Υπήρξε δάσκαλος στην Πιετά. Η συμπερίληψη ενός ιστορικού προσώπου στο μυθιστόρημά μου μού επέτρεψε να το τοποθετήσω ακόμα πιο σταθερά στην πραγματικότητα. Και με ενδιέφερε να αναλογιστώ τι είδους δάσκαλος θα μπορούσε να ήταν. Εκανα μεγάλη έρευνα για να γράψω αυτό το βιβλίο».

Η ιδέα της φωτιάς μπορεί να είναι τόσο κυριολεκτική όσο και μεταφορική. Πώς υφάνθηκε αυτή η έννοια μέσα στην ιστορία και τι σημαίνει για εσάς;

«Η φωτιά είναι η ζωή με τη μεταφορική έννοια. Η φωτιά δεν υπάρχει χωρίς αναπνοή, όπως και η ζωή. Ο θάνατος είναι η φλόγα που σβήνει. Στα γαλλικά, το να φλέγεσαι για κάποιον σημαίνει να τον ερωτεύεσαι. Οταν παίζουμε μουσική, νιώθουμε επίσης αυτή την ανάφλεξη των αισθήσεων. Το να μιλάμε για φωτιά στη Βενετία είναι σαν να τονίζουμε μια αντίθεση – αυτή η πόλη περιβάλλεται της, και η μουσική τής δίνει την ευκαιρία να εκφραστεί, να νιώσει, και ακόμα και να ξεφύγει από την Πιετά, τόσο με την κυριολεκτική όσο και με τη μεταφορική έννοια. Ολοι αναζητούμε χώρους στη ζωή μας που μας επιτρέπουν να είμαστε ελεύθεροι και να αισθανόμαστε ζωντανοί».

«Η τραγωδία δεν είναι ο θάνατος, αλλά το τι κάνουμε με την ανάμνηση» λέτε. Θα μπορούσατε να το αναλύσετε αυτό;

«Υπήρξαν πολλοί θάνατοι στην οικογένειά μου. Και πάντα έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν είναι ο θάνατος των αγαπημένων προσώπων που είναι πιο δύσκολο να αντέξω. Ο θάνατος είναι μόνο μια στιγμή. Αλλά τι κάνουν οι ζωντανοί με τις αναμνήσεις; Νιώθω ότι είμαι γεμάτη φαντάσματα και γράφω για να δώσω φωνή σε αυτά τα φαντάσματα. Είναι ο δικός μου τρόπος να κρατήσω τη μνήμη ζωντανή και να αφήσω ίχνη αυτών που έφυγαν. Μερικές φορές δεν ξέρεις τι να κάνεις με τις αναμνήσεις, σε κατακλύζει η θλίψη και το γεγονός ότι δεν θα ξαναδείς ποτέ τους ανθρώπους σου. Αυτό λοιπόν είναι μια τραγωδία. Ολοι ψάχνουμε έναν τρόπο να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη των νεκρών μας στο σώμα και το μυαλό μας».

Η Ελλάδα παίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο σας, ιδίως το νησί της Τήνου. Εχετε επισκεφθεί την Τήνο ή την Κρήτη; Ποια είναι τα αισθήματά σας για τη χώρα μας;

«Εχω γράψει ένα βιβλίο για τον ζωγράφο Ελ Γκρέκο και αρκετές σκηνές διαδραματίζονται στην Κρήτη. Εχω επισκεφθεί την Ελλάδα και την αγαπώ. Την ομορφιά της φύσης και των νησιών. Η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού μας, τόσο για τη φιλοσοφία όσο και για την τέχνη. Αλλά δεν έχω πάει ποτέ στην Κρήτη ή την Τήνο. Ελπίζω να τις επισκεφθώ σύντομα!».

 

 
Έτικέττες: