Γιάννης Ψυχοπαίδης: «Ζούμε σε μια εγκαταλελειμμένη και διαλυμένη Αθήνα».

Συνεντεύξεις Μάρτιος 28, 2018

Ο Αθηναίος εικαστικός αφηγείται τη ζωή του στη LIFO και στον Γιάννη Πανταζόπουλο με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Στον βυθό των ονείρων-Εικόνες από την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου, αλλά και την έκθεση των έργων του στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη (διαθέσιμη μέχρι το Σάββατο 31/3). Μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα παρακάτω:

Γιάννης Ψυχοπαίδης Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1945. Το πατρικό μας σπίτι βρισκόταν στον αριθμό 23 της οδού Υψηλάντου στο Κολωνάκι. Αυτή η μεγάλη κατοικία, που σήμερα πια έχει κατεδαφιστεί, ήταν ο παράδεισος της παιδικής περιπέτειας και των εξερευνήσεων, όλο σκοτεινές γωνιές, κρυφούς χώρους και μια μεγάλη, γυριστή, ξύλινη σκάλα που συνέδεε τους ορόφους. Ήταν μια σκάλα σε κάθε στροφή της οποίας παραμόνευαν περίεργοι ήχοι, ψίθυροι, αγωνίες και φόβοι των παιδικών μας φαντασιώσεων.

Μεγάλωσα με γονείς μου αγαπούσαν πολύ την ποίηση και τη λογοτεχνία. Είχαν μια φυσική σχέση με τη λογιοσύνη και όλος αυτός ο πλούτος μεταδόθηκε και σ' εμάς, χωρίς ποτέ να μας επιβάλλεται ως υποχρέωση. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα και ο πατέρας μου δικηγόρος. Έτσι, το σπίτι μας ήταν ένας χώρος ιδεών και το διάβασμα η αυτονόητη πραγματικότητα.

Από τα πρώτα μου γυμνασιακά χρόνια είχα ξεκαθαρίσει τι θα κάνω στη ζωή μου και με τι θα ασχοληθώ. Ίσως ένα ανερμήνευτο ένστικτο είναι αυτό που σε οδηγεί στο «κάτι». Σπούδασα χαρακτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και στη συνέχεια ζωγραφική με υποτροφία του γερμανικού κράτους στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Όμως θεωρώ ότι το ταλέντο υπάρχει μόνο με τη σκληρή εργασία. Μπορεί κάποιος να κατέχει την πρωτογενή δύναμη που τον κατευθύνει στη μεγάλη εικόνα, αλλά προκειμένου να μετατραπεί αυτή σε συνείδηση, χρειάζεται ένα πλαίσιο, ένα περιβάλλον και μια καλλιέργεια.

Γιάννης Ψυχοπαίδης

 

Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια ταξίδεψα πολύ στη Γερμανία. Αναμνήσεις από πολλά παιδικά καλοκαίρια αφορούν αυτήν τη χώρα. Έζησα εμπειρίες που με συνέδεσαν με έναν πολιτισμό και μια κουλτούρα που συνέβαλαν στη δημιουργία της ταυτότητάς μου. Μετέπειτα, από το 1977 έως το 1986, έζησα στο Βερολίνο, ενώ έως το 1992 ζούσα και εργαζόμουν στις Βρυξέλλες.

Η οδός Υψηλάντου, στην προέκτασή της, συνέδεε το «πολιτισμένο» Κολωνάκι με τον μαγικό και παραμυθένιο κόσμο του πάρκου του Ευαγγελισμού, όπου ανάμεσα στα πράσινα παρτέρια και στα αγάλματα δέσποζε με την υπαίθρια μηχανή του ο Βασίλης, ο φωτογράφος. Ένας αγαπημένος φύλακας της μαυρόασπρης μνήμης, τριγυρισμένος από φωτογραφίες, αρνητικά και στημένες πόζες σε ζωγραφισμένα πανό ή σε λουλουδιασμένο φόντο για τα κρυφά ειδύλλια των αδειούχων φαντάρων με τις υπηρέτριες των γύρω σπιτιών.

Τα μπαλκόνια του σπιτιού μας βλέπανε αντίκρυ στην Αγγλική Πρεσβεία και στους κήπους της. Τα καλοκαίρια παρακολουθούσαμε από ψηλά τις υπαίθριες δεξιώσεις, τις αφίξεις των επισήμων με τις τουαλέτες και τα φράκα ανάμεσα στους φοίνικες, σαν εικόνες από τις μυθικές σκηνές των πρώτων έγχρωμων ταινιών. Για χρόνια πιστεύαμε πως ο Άγγλος πρέσβης δεν ήταν άλλος από το πλουμιστό άνθρωπο με τη χρυσή στολή. Πολύ αργότερα μας αποκαλύφθηκε πως, παρ' όλο τον στόμφο του, ήταν ένας απλός οδηγός και ο πραγματικός πρέσβης το φαινομενικά ασήμαντο, γκρίζο ανθρωπάκι που τον συνόδευε. Ήταν μια αναντιστοιχία που είχε τη σημασία της για την κατοπινή συνειδητοποίηση του κόσμου. Και αυτό φάνηκε πιο πολύ στα σχολικά χρόνια, όταν είχα εμπλακεί από τρυφερή ηλικία σε σχέσεις ερωτικού ενδιαφέροντος με τη μικρή κόρη του οδηγού της πρεσβείας, που κατοικούσε κι εκείνη στην πτέρυγα του υπηρετικού προσωπικού.

Η αποκάλυψη των πραγματικών ρόλων και της ταυτότητας των προσώπων μάς προσγείωσε δραματικά σε μια πραγματικότητα, όπου, μέσα από τη σκληρότητα της ερωτικής απαξίωσης, διδαχτήκαμε σχετικά νωρίς την περίπλοκη σχέση μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι, της φανερής και της συσκοτισμένης αλήθειας του κόσμου, της προφανούς και της συγκαλυμμένης κοινωνικής εξουσίας.

Στην γωνιά του σπιτιού μας, Υψηλάντου και Λουκιανού, στο τετράγωνο της Αγγλικής Πρεσβείας ξύπνησε πρώτη φορά η πολιτική μας συνείδησης, όταν μέσα σε μια νύχτα το κάτω κομμάτι της οδού Λουκιανού άλλαξε ξαφνικά όνομα και μετονομάστηκε σε Καραολή - Δημητρίου. Πιο πάνω, δίπλα στο μικρό γαλατάδικο της Λυκόβρυσης, στην πάνω πλευρά της πλατείας Κολωνακίου, βρισκόταν η μυστηριώδης μορφή ενός ηλικιωμένου που καθόταν χειμώνα-καλοκαίρι πάνω σ' ένα μικρό ξύλινο κιβώτιο. Πουλούσε πολύτιμους θησαυρούς του παιδικού αναγνωστικού μας κόσμου, όπως μεταχειρισμένα τεύχη των «Μικρών Ηρώων». Ο μυθικός αυτός άνθρωπος μού έφερνε στον νου ένα έργο του Μαγκρίτ: Μια καθιστή αντρική φιγούρα με καπέλο, μέσα από την ανοιχτή μπέρτα της οποίας βλέπεις στη θέση του σώματος ένα κλουβί μ' ένα πουλί.

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ.

Έτικέττες:
Γιάννης Ψυχοπαίδης