Ταξίδι στην «καρδιά του σκότους»

Κριτικές Μάρτιος 20, 2013

Αριστοτέλης Σαϊνης | Η Εφημερίδα των Συντακτών | 16 Μαρτίου 2013

Το ταξίδι στην ΕλλάδαΣτο πλέον πολυσέλιδο μυθιστόρημά του ο μινιμαλιστής πεζογράφος επιχειρεί να φωτίσει, για μία φορά ακόμα, το σκοτεινό απόθεμα του τόπου. Κάποιοι θέλουν να ζήσουν εφτά ζωές, κάποιοι έχουν πεθάνει και απλώς δεν το έχουν αντιληφθεί, κάποιοι κρατιούνται πεισματικά στο τσόφλι της ζωής. Δεκαετία ’60, ανθρωπογεωγραφία βορειοελλαδίτικη και συντενταγμένες βόρειας Ευρώπης, μυθολογικές αναγωγές και λογοτεχνικά θραύσματα αλλά και δύσοιωνα πεπρωμένα στην κόψη ονείρου και πραγματικότητας, διασταυρώνονται για να χαρτογραφήσουν το ενδάθε και το επέκεινα της μνήμης ― ατομικής και συλλογικής.

Το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα «Το ταξίδι στην Ελλάδα», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ικαρος, διάβασε και παρουσιάζει o Αριστοτέλης Σαΐνης.

Μ. Φάις 

Με τον ίδιο τρόπο που οι γκροτέσκες σκηνές στα γραφεία του «Φάρου των Τυφλών» αποτέλεσαν το πυρηνικό κέντρο της «Αντιποίησης Αρχής» του Αλέξανδρου Κοτζιά (1996), ένας τεκές οργίων φαίνεται ότι βρίσκεται στην αφετηρία του τελευταίου μυθιστορήματος του Δημήτρη Νόλλα. Σελίδες του σχετικού κεφαλαίου δημοσιεύτηκαν ήδη το φθινόπωρο του 2011 στο περιοδικό «Οδός Πανός». Τα μπιλιαρδάδικα του Σκαμπαρδώνη («Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου», 2006) και τα καταγώγια του Βασιλικού στο «Ζ» ωχριούν μπροστά σ” αυτό το κρυμμένο, πίσω από καπνιστά κρέατα και κοτσίδες σκόρδων, εξευρωπαϊσμένο κωλάδικο της «Βομβάης». Εδώ, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, το ετερόκλητο σύμπλεγμα των θαμώνων καταλήγει σε σουρεαλιστικό όργιο: πουστοπαρέες και καλντιριμιτζούδες, έφηβοι και νεαροί εργάτες, εμποροϋπάλληλοι και μικροπωλητές αλλά και εργολάβοι, μεσίτες, έμποροι και τοκογλύφοι, οι χωροφύλακες, τέλος, σήμερα, σε διαμαρτυρία για την παραπομπή των αρχηγών τους στον ανακριτή… Εδώ χτυπάει «η καρδιά της πόλης»!

Δημήτρης Νόλλας

Αρχές της ταραγμένης δεκαετίας του 1960 και «το φονικό» του Λαμπράκη ρίχνει τη ζοφερή σκιά του στην ομιχλώδη συμπρωτεύουσα. Η «Μητέρα» Θεσσαλονίκη από δαιδαλώδης προσφυγική παραγκούπολη μεταμορφώνεται σε «ένα πηγάδι μέχρι το κέντρο της γης» από την «εκσυγχρονιστική» ανοικοδόμηση. Ακόμα κυριαρχούν οι ταγματασφαλίτες, οι Παοτζήδες, οι Πουλικοί, οι άρπαγες εβραϊκών περιουσιών. Ο χρόνος της αφήγησης οριοθετείται από τη δολοφονία του Λαμπράκη (Μαΐος 1963) και τις εκλογές του ίδιου χρόνου που φέρνουν στην εξουσία ένα «τσούρμο Κεντρώων, διψασμένων για χρήμα και εξουσία», ενώ ο χρόνος της ιστορίας πισωγυρίζει στα χρόνια του Εμφυλίου, συχνά ακόμα και παλιότερα, ακολουθώντας τις προσωπικές ιστορίες που έρχονται να σμίξουν στο τώρα της αφήγησης.

Ωστόσο, οι ακριβείς χρονοτοπικές συντεταγμένες δεν καταργούν τη μυθική άλω του κειμένου, αλλά συγχωνεύονται μαζί της. Νεκροζώντανοι Αργοναύτες, δαιμονισμένοι Προμηθείς, Αριάδνες και Πηνελόπες, Ικαροι και Οδυσσείς κυκλοφορούν φανερά ή υπόγεια στο κείμενο. Κολασμένα Ησιοδικά «πολιοκρόταφα νήπια» επαναλαμβάνουν την ίδια κοινότοπη καθημερινή ιστορία. Λαϊκά άσματα, βιβλικά χωρία, φανερές ή καλυμμένες διακειμενικές αναφορές (Μαλακάσης, Πεντζίκης, Σεφέρης, Νίτσε – Καζαντζάκης, Γκέτε, Μέλβιλ κ.ά.) δημιουργούν έναν κειμενικό λαβύρινθο, ανάλογο με αυτόν στον οποίο κινούνται οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες.

Ο Αρίστος Καραμπίνης, φοιτητής στη Γερμανία, που ονειρεύεται να γίνει ζωγράφος ή και ποιητής, επιστρέφει στην πατρίδα, με το μυαλό γεμάτο ακόμα από «ηρωικά ολοκαυτώματα, αιματηρά σαμποτάζ και εκατόμβες». Συνοδεύει ένα αίνιγμα, τη Χρυσάνθη: πρώιμη μετανάστρια στη Γερμανία από τον καιρό της Κατοχής, με ένα σχεδόν άγνωστο βιογραφικό, για να τη χάσει αμέσως μόλις φτάσει στη Θεσσαλονίκη…

Τα παραπληρωματικά κεφάλαια της αρχής («Κατηφορίζοντας προς το νότο») και η «βορειοευρωπαϊκή ανάβαση» του τέλους πλαισιώνουν το «Ταξίδι στην Ελλάδα». Η αρχική πρόθεση του Αρίστου για μια «διερευνητική επίσκεψη» στον γενέθλιο τόπο μετατρέπεται γρήγορα σε μια προσπάθεια να ψηλαφίσει την εικόνα της πανταχού παρούσας και πανταχού απούσας, της αθώας-ένοχης Χρυσάνθης (Μαργαρίτα, Ελένη και Ευρυδίκη μαζί). Ο θάνατός της μετατοπίζει τον στόχο της αναζήτησης και βάζει στο κέντρο της τον ίδιο. Το ταξίδι αναψυχής γίνεται «μαθητεία». Μέσα στη νοτισμένη από μύθους και αίμα βορειοελλαδίτικη ενδοχώρα, πάνω από το κρεβάτι του άρρωστου προμηθεϊκού Αποστόλη, ο Αρίστος θα έρθει αντιμέτωπος με τη «φρίκη». Προσπαθώντας να ξετυλίξει το κουβάρι παλιών ιστοριών και να διαλευκάνει σκοτεινές οικογενειακές υποθέσεις θα χαθεί στους δαιδάλους της προσωπικής και συλλογικής μνήμης, στις πολλές «αλήθειες» των προσωπικών αφηγήσεων και των ιστορικών αποτυπώσεων. Οδυσσειακή «Νέκυια»; Βιργιλιακή «κατάβασις»; Δαντική Κόλαση; Μια νέα εκδοχή του Φάουστ; Οταν σιγά σιγά κλείνουν πίσω του «οι πύλες» της γενέθλιας πόλης, ο Αρίστος θα αναγκαστεί να καταβάλει τα δικά του «λύτρα». O Τρύφων, ένας «ιδιότυπος παιδοτρίβης», αξιωματικός της χωροφυλακής, σε ρόλο Μεφιστοφελή, θα προθυμοποιηθεί να «βοηθήσει». Λίγο πριν από την έξοδό του από την Ελλάδα προς το φως(;), το τελευταίο διστακτικό βλέμμα του Αρίστου προς τη Χρυσάνθη -πριν τη χάσει για δεύτερη και τελευταία φορά- συνοδεύει και την απόφασή του να εκδώσει τα ποιήματά του. Ισως γιατί «το γράψιμο αρχίζει με το βλέμμα του Ορφέα» (Μπλανσό).

Το «Ταξίδι στην Ελλάδα», ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση κείμενα του ακριβολόγου μινιμαλιστή Νόλλα, αποτελεί τη μυθιστορηματική ανάπτυξη της τελευταίας συλλογής διηγημάτων («Στον Τόπο», Ικαρος, 2012), αλλά και της θεματικής δεσπόζουσας της πεζογραφίας του: την αναζήτηση ταυτότητας μέσα σε έναν αφιλόξενο και εχθρικό κόσμο. Οσο για τον αφηγητή του μυθιστορήματος, αυτός εποπτεύει την ιστορία από ψηλά, αλλάζει διηγηματικά επίπεδα, προοδευτικά γίνεται παρεμβατικός ή και διδακτικός, λοξοκοιτώντας και άλλοτε αντικρίζοντας κατάματα το δυστοπικό σήμερα, πεπεισμένος πως «σφιχτοδεμένα μεταξύ τους τα ανθρώπινα σέρνουν ξοπίσω τους όσα μέλλει να ακολουθήσουν, πάντα καταμεσής όλων όσα ήταν και είναι σε εξέλιξη».

Έτικέττες:
Δημήτρης Νόλλας
,
Πεζογραφία