Συνέντευξη του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου στο Ert.gr με αφορμή το θεατρικό έργο «οχιναιλέγοντας».

Συνεντεύξεις Ιούλιος 27, 2016

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος μετά την επιτυχία του έργου Σιμιγδαλένιος, που ανέβηκε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου για επτά μήνες, και με αφορμή το νέο του θεατρικό έργο οχιναιλέγοντας, παραχώρησε μια εφόλης της ύλης συνέντευξη στη Δώρα Χειράκη του Ert.gr, στην οποία μεταξύ άλλων περιγράφει την έκδοση του βιβλίου στο εξωτερικό καθώς και την ιστορία πίσω από τον πρωτότυπο τίτλο του.

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

 

Μετά τον ξακουστό Σιμιγδαλένιο, που παίχτηκε επί εφτά μήνες στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος παρουσιάζει το νέο του θεατρικό έργο με τίτλο οχιναιλέγοντας, το οποίο κυκλοφορεί ήδη μεταφρασμένο στα τουρκικά και στα αγγλικά.

Ο συγγραφέας-μεταφραστής αφηγείται με τον δικό του ποιητικό, ονειρικό τρόπο τις κρυφές πτυχές της ολοκαίνουργιας ιστορίας του ―η οποία ενώ βαστάει αιώνες τώρα, παραμένει επίκαιρη―, αποκαλύπτει από πού προέκυψε ο πρωτότυπος τίτλος του έργου του και μας ταξιδεύει σε μαγικές παραμυθοϊστορίες που κρατούν από τον Μεσαίωνα έως σήμερα.

-Κύριε Αδαμόπουλε, το οχιναιλέγοντας έρχεται είκοσι χρόνια μετά τον Σιμιγδαλένιο. Πέρα από τις τεράστιες διαφορές τους, έχουν ένα κοινό σημείο· είναι κι αυτό γραμμένο ποιητικά. Γιατί;

Αν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή, ο ποιητικός λόγος ήρθε και μου επιβλήθηκε μόνος του, εντελώς φυσικά και στα δύο έργα, που ασχολούνται με κάτι τόσο γενικό, αρχετυπικό, όπως η αγάπη· οι ανθρώπινες σχέσεις αν προτιμάτε. Αν θεωρήσουμε πως η λογοτεχνία καταπιάνεται με απλά γεγονότα που όμως τα κάνει να παραμένουν πάντα επίκαιρα, η ποιητική γλώσσα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάνει την κάθε λέξη να ηχεί πιο σωστά· τη φωτίζει περισσότερο, δίνοντας ειδικό βάρος και στην παραμικρή συλλαβή ακόμα, στην κάθε ανάσα, στην κάθε παύση. Η ποίηση είναι η πιο συμπυκνωμένη μορφή γραφής και μεταφέρει μεγαλύτερο φορτίο ενέργειας στον αναγνώστη-θεατή, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.

-Ισχύει αυτό και στο θέατρο;

Για το συγκεκριμένο είδος νομίζω πως ναι· θα ’λεγα κατ’ εξοχήν ναι. Η πείρα του Σιμιγδαλένιου με δίδαξε: Στις ογδόντα σχεδόν εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους παραγωγές του, είκοσι πέντε χρόνια τώρα, δεν βρέθηκε ποτέ ούτε ένας -θεατής, σκηνοθέτης, μουσικός, χορογράφος, κριτικός, ηθοποιός- που να παραξενευτεί και να με ρωτήσει γιατί είναι γραμμένος ποιητικά. Για μένα μετράει πολύ η ακρίβεια· με την έννοια πως πασκίζω να γράψω ακριβώς αυτό που εννοώ· όσο γίνεται πιο λιτά και με τη μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, ο ποιητικός λόγος -και μάλιστα ο απόλυτα μετρημένος, μ’ όλους τους δυνατούς ρυθμούς και με ομοιοκαταληξίες-  είναι μονόδρομος. Οι στίχοι είναι φτιαγμένοι έτσι ώστε να ’χουν καθένας τη δική του μουσική, να γελούν, να διστάζουν, να τρέχουν, να λαχανιάζουν, να κλαίνε· να κυλούν αβίαστα. Κι έχει αρέσει αυτό σε σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου. Ο Σιμιγδαλένιος, αν δεν ήταν γραμμένος ποιητικά, θα ήταν μια δασκαλίστικη ιστοριούλα και το οχιναιλέγοντας ένα παλιομοδίτικο μελό· ενώ δεν είναι έτσι.

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

-Από πού αντλήσατε έμπνευση για τον ιδιαίτερο τίτλο που δώσατε στο βιβλίο σας;

Από έναν αδέσποτο παλιό δικό μου στίχο· «οχιναιλέγοντας φριχτά μ’ απέραντη ευκολία…». Τον έγραφα μηχανικά σε λευκές κόλλες χαρτί. Τον έγραφα διαβάζοντας εφημερίδα, λύνοντας σταυρόλεξα. Τον έλεγα συχνά και στη Μαργαρίτα Καραπάνου όταν έγραφε το «ΝΑΙ»· θέλοντας να της δείξω πως δεν λέει ποτέ της «ναι» αλλά οχιναιλέγει πάντα.

-Δηλαδή, πώς θα περιγράφατε με δύο λόγια το έργο σας;

Αυτό είναι πολύ απλό: Ήταν ένας και ήταν μία…

-Σύγχρονα πράγματα, που τα τοποθετείτε όμως σε παλιά εποχή…

-Ναι· γιατί όχι; Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν· ήταν ένας και ήταν μία… Με βολεύει, μ’ αρέσει. Ζω πολύ έντονα μέσα στην εποχή μας και στα θλιβερά προβλήματα που φυτρώνουν σαν μανιτάρια κάθε μέρα παντού, στην τόσο άνετη κι ελεύθερη κι ευαίσθητη και δημοκρατική μας κοινωνία, που μ’ αρέσει κάποιες στιγμές ―χωρίς ν’ αρνιέμαι διόλου την πραγματικότητα― ν’ αποτραβιέμαι για να πω πράγματα εντελώς σύγχρονα, σαν να μη συμβαίνουν στον παρόντα χρόνο. Ίσως κάνω το αντίθετο από κάποιες τωρινές προσεγγίσεις. Αντί να βάλω, λ.χ., τον Ορέστη να μιλά στο κινητό του με τον Πυλάδη, προτιμώ να δείξω μια κοπελιά να κλαίει και να σπαράζει για τη συνειδητοποίησή της μέσα σ’ ένα ερημικό χάνι κάτω απ’ το φως των δαυλών, παρά να φεύγει ατσαλάκωτη απ’ το ντιβάνι ενός ψυχαναλυτή. Πιστεύω πως είναι πιο λυτρωτικό· και για την ίδια και για τους θεατές.

-Τώρα, όμως, μέσα στην περίοδο της κρίσης;

-Ίσα-ίσα… Είπαμε· η λογοτεχνία είναι ειδήσεις που παραμένουν πάντα ειδήσεις. Προφανώς όλη η χώρα σέρνεται, στενάζει κι αγκομαχάει επικίνδυνα. Ζούμε στην κόψη του ξυραφιού κι έγινε ο βίος μας αβίωτος. Κανείς όμως, όταν πάρει στα χέρια του να διαβάσει ένα βιβλίο, ή όταν έρθει στο θέατρο, δεν περιμένει από μένα να του πω αν είναι βιώσιμο ή όχι το δημόσιο χρέος ή να του πω πού θα βρει δουλειά. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Δεν χρειάζεται, επειδή έχουμε δημόσιο λόγο, να παριστάνουμε τους σοφούς τσαλαβουτώντας σε πράγματα που αγνοούμε. Ο καθένας όμως, ακόμα και μέσα στη μεγαλύτερη καταστροφή, ψάχνει μια χαραμάδα, γυρεύει λίγο φως· θέλει κάτι ζωντανό και ζεστό δίπλα του. Καθένας νιώθει την ανάγκη κάποια στιγμή να βρει κάτι ατόφιο, αληθινό. Να κοιτάξει ίσως μια στάλα μέσα του, να δει τι περίπου γίνεται, τι πάει στραβά με τον εαυτό του. Αν καταφέρεις, έστω και για λίγο, ν’ αγγίξεις στ’ αλήθεια την ψυχή του άλλου, δεν είναι διόλου αμελητέο.

-Και ο Χορός που χρησιμοποιείτε, δεν είναι αναχρονισμός;

-Κάθε άλλο· γιατί; Μου χρειαζόταν μια κοινή συνισταμένη· μια φωνή λαού ας πούμε, που να λέει πράματα που θα μπορούσαμε να τα σκεφτούμε όλοι, χωρίς καμιά σοβαροφάνεια. Ο Χορός των Φρουρών του Έρωτα δεν είναι κάποια ομάδα γερόντων με χλαμύδες και ψεύτικα γένια ως τον αφαλό που ψέλνει διάφορα χορικά που δεν καταλαβαίνει κανείς. Είναι μια τρομερά ζωντανή ομάδα μισόγυμνων νεαρών, με νταούλια, με τσαμπούνες, με ροκάνες, με κουδούνες, με ντέφια και ζουρνάδες, που μετέχει οργανικά σε όλη τη διάρκεια του έργου και συντελεί καθοριστικά και με απέραντο κέφι, στο διονυσιακό του φινάλε. Είναι απόλυτα δεμένος έτσι με το έργο ο Χορός. Στο κάτω-κάτω, δεν τον επινόησα εγώ εγκεφαλικά· εκεί ήταν από την αρχή και μου ’κανε παρέα. Γιατί όχι, λοιπόν;

-Το οχιναιλέγοντας θα μπορούσε ν’ ανέβει σε μια ξένη σκηνή, ιδιαίτερα στην Τουρκία;

Κοιτάξτε, η αγγλική μετάφραση άρεσε σ’ όλους τους Άγγλους που τη διάβασαν. Τώρα, για την Τουρκία, δεν ξέρω· τι να πω; Το ότι μετέφρασαν στη γλώσσα τους το οχιναιλέγοντας και το εκδώσανε εκεί, κάτι σημαίνει. Το ότι με κάλεσαν να το διδάξω ―στην αγγλική του μετάφραση― στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, επίσης κάτι λέει. Το θέμα πάντως του έργου κι ο τρόπος που είναι γραμμένο σίγουρα δεν έχει σύνορα. Το μόνο που με προβληματίζει, όσο κι αν με γαργαλάει μέσα μου, είναι μήπως ανέβει πρώτα σε κάποια ξένη σκηνή χωρίς να έχει ανέβει εδώ.

-Υπάρχει τέτοια περίπτωση;

Ενδεχομένως. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως και ο Σιμιγδαλένιος πρώτα ανέβηκε στο Κρατικό ―Şehir Tiyatro― της Τουρκίας και μετά ανέβηκε στο δικό μας Εθνικό.

-Και πώς θα βλέπατε εδώ το ανέβασμα του οχιναιλέγοντας;

Πριν απ’ όλα μ’ αρέσει που είναι γραμμένο έτσι ώστε να μπορεί να το δει κάθε αναγνώστης, διαβάζοντάς το μόνος του.

-Εννοείτε, δηλαδή, ως βιβλίο;

Ακριβώς· ως βιβλίο. Ως αυθύπαρκτο λογοτεχνικό κείμενο που μπορεί να το διαβάσει καθένας σπίτι του. Από κει και πέρα, οραματίζομαι μια σύγχρονη, πολύ ζωντανή παράσταση, που να ’ναι φευγάτη, ονειρική και να πατάει πολύ γερά στο χώμα. Ξέφρενη, όμως, δίχως όρια. Το φαντάζομαι όχι σε μικρό κλειστό θέατρο, μα σε πιο μεγάλους χώρους ή και σε ανοιχτά θέατρα. Σφιχτά δεμένο με ήχους και με μουσική· μουσική που όμως να υπηρετεί πάντα τον Λόγο. Δίχως πλατειασμούς που τραβούν απ’ τα μαλλιά τον χρόνο. Με νεύρο, με παλμό, με κίνηση άψογα μετρημένη. Με γρήγορους ρυθμούς, που δεν φοβούνται όμως καθόλου τις παύσεις, ούτε τη σιωπή. Μισόφωτα, σκιές, όχι έντονα χρώματα κι έκφραση. Αληθινή έκφραση· όχι επίδειξη, ούτε γκριμάτσες. Ένα έργο συνόλου, όπου τα δίνουν όλοι όλα. Μες απ’ τις συνεχείς ανατροπές, ένα διαρκές crescendo αισθημάτων, ήχου, δράσης, που κορυφώνεται στο φινάλε, το οποίο χρειάζεται κούρντισμα και ακρίβεια συμφωνικής ορχήστρας για να πετύχει· αλλιώς το έργο ακούγεται φάλτσο.

-Εύχομαι να το δούμε σύντομα…

Να ’στε καλά, ευχαριστώ· ως τότε, όμως, μπορεί καθείς να το διαβάσει μόνος του και να το δει όπως το θέλει ο ίδιος.

Έτικέττες:
Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
,
οχιναιλέγοντας